Για την Περιφέρεια της Κοινωνίας των Πολιτών, Για την περιφερειακότητα και τον περιφερισμό, Για τις πολιτικές της αειφορίας και της «Οικολογικής Μετάβασης» σε μία κοινωνία της βιώσιμης ευημερίας, Της συμμετοχικής δημοκρατίας και της δημοκρατίας του διαδικτύου, Της κυκλικής οικονομίας και της βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής, Της προστασίας και της ανάδειξης του φυσικού κεφαλαίου, Της αγρο-οικολογίας, Της διαχείρισης των υδατικών πόρων, Της οικο-κίνησης, Της συνειδητοποίησης της αξίας του εδάφους και της αναγέννησης των οικιστικών συνόλων, Της οικολογικής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, Των περιβαλλοντικών ελέγχων, Των οικολογικών δικτύων, Της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, Της ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ζώων, Της πραγματικής οικονομίας, κυκλικής, κοινωνικής και συνδεδεμένης με τις χωρικές και τοπικές ρίζες του παραγωγικού συστήματος, της μεταστροφής του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και της μικρής παραγωγικής αλυσίδας, οριοθετούμενης στο πεδίο των κοινωνικών και περιβαλλοντικών απαιτήσεων και αναγκών, Της διάχυσης των πολιτικών της «Οικολογικής Μετάβασης» σε όλους τους τομείς και όλα τα επίπεδα της πολιτικής της διακυβέρνησης, Για τον άνθρωπο και το περιβάλλον

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

7 πολιτικές «Οικολογικής Μετάβασης» στην Κυκλική Οικονομία *


Η Κυκλική Οικονομία αποτελεί προβολή του παραγωγικού κύκλου στο πεδίο μιας αυτό-τροφοδοτούμενης οικονομίας ροής υλικών, έτσι ώστε οι χρησιμοποιούμενοι φυσικοί-βιολογικοί πόροι να επανέρχονται στην βιόσφαιρα μετά την χρήση τους ενώ οι τεχνικοί πόροι να επαναχρησιμοποιούνται χωρίς να επανέρχονται στην βιόφαιρα.

Η ανάκτηση πόρων σε παγκόσμιο επίπεδο έχει σχεδόν τριπλασιαστεί από το 1970έως σήμερα, από τους 26,7 στους 84,4 δις. τόνους ετησίως. Με την τρέχουσα τάση υπολογίζεται ότι η κατανάλωση πόρων θα διπλασιαστεί περαιτέρω έως το 2050, σε ποσότητες της τάξης των 170-184 δις. τόνων ετησίως.

Αν στα 84,4 δις. τόνους των πόρων που ανακτώνται ετησίως σήμερα προσθέσουμε τα 8,4 δις. τόνους των πόρων που ανακτώνται από την ανακύκλωση, η ετήσια κατανάλωση πόρων ανέρχεται σε 92,2 δις. τόνους. Από αυτούς, οι 37,8 δις. τόνοι αφορούν υλικά δόμησης, οι 27,8 βιομάζα της διατροφικής αλυσίδας και άλλες χρήσεις, οι 16,5 ορυκτά καύσιμα και οι 9,5 ορυκτά για παραγωγή μετάλλων. Αυτή η τεράστια ποσότητα πόρων δημιουργεί γύρω στους 19,4 δις. τόνους απόβλητων από τους οποίους ανακυκλώνονται μόνο οι 8,4 δισ. τόνοι, με λίγα λόγια μόνο το 9,1% των χρησιμοποιούμενων πόρων.

Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν εμφανώς την μη βιωσιμότητα του γραμμικού μοντέλου της συμβατικής οικονομίαςτην ίδια στιγμή που καθιστούν αναγκαία την μετάβασησε ένα κυκλικό μοντέλο σε θέση να μειώσει δραστικά την ανάκτηση πόρων και να διασφαλίσει στους ανακτώμενους τον μεγαλύτερο δυνατό κύκλο ζωής. Πρόκειται για μία διαδικασία μετάβασης ιδιαίτερα απαιτητική. Η μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας στη σφαίρα της κυκλικότητας απαιτεί πολλά περισσότερα από την μόνη, έστω και δραστική, ενίσχυση της ανακύκλωσης των απόβλητων.



Μία από τις πλέον έγκυρες Διεθνείς Οργανώσεις στο πεδίο της Κυκλικής Οικονομίας στην ετήσια Έκθεση «Έλλειμμα Κυκλικότητας 2019» υποδεικνύει τις 7 αναγκαίες πολιτικές που είναι σε θέση να συνδράμουν στην υπέρβαση του δραματικού ελλείμματος κυκλικότηταςτης σύγχρονης οικονομίας και στην «Οικολογική Μετάβαση» στην Κυκλική Οικονομία:
1. Χρήση ανανεώσιμων πόρων. Αποδοτική χρήση ανανεώσιμων, επαναχρησιμοποιούμενων, μη τοξικών, υλικών και ενεργειακών πηγών.
2. Διατήρηση και επέκταση της χρήσης των προϊόντων. Συντήρηση, επισκευή και αναβάθμιση των προϊόντων σε χρήση, με στόχο την μεγιστοποίηση του κύκλου ζωής τους και την επαναφορά σε ένα δεύτερο κύκλο ζωής μέσω πολιτικών επανάχρησης, εφόσον δυνατό.
3. Χρήση των απόβλητων ως πόρους. Χρήση της ροής των αποβλήτων ως πηγής δευτερογενών πόρων για ανακύκλωση ή επανάχρηση.
4. Επαναξιολόγηση του επιχειρηματικού μοντέλου. Δημιουργία μοντέλων που δημιουργούν υπεραξία μέσω της διάδρασης προϊόντων και υπηρεσιών παρατεταμένης χρήσης.
5. Προγραμματισμός του μέλλοντος. Προγραμματισμός του σχεδιασμού νέων προϊόντων με χρήση των καταλληλότερων υλικών για την μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
6. Ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας. Βελτιστοποίηση της χρήσης των πόρων και ενίσχυση της διάδρασης μεταξύ παραγωγικής και διανεμητικής αλυσίδας με χρήση ψηφιακών τεχνολογιών.
7. Δημιουργία κοινής συνείδησης. Συνεργατικότητα παραγωγικής και διανεμητικής αλυσίδας, με συμμετοχή του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, στο πεδίο της συμμετοχής στη γνώση και της πλήρους διαφάνειας, με στόχο την ανάδειξη της κυκλικής οικονομίας σε κοινή αξία.

*Από άρθρογραφία του Εντο Ρόνκι, Προέδρου του ιταλικού Ιδρύματος για την Αειφόρο Ανάπτυξη

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Η περιφερειακή αυτονομία ως προϋπόθεση της «Οικολογικής Μετάβασης»


Οι απαιτήσεις μιας «ανάπτυξης» που δεν υπονομεύει τις περιβαλλοντικές ισορροπίες επιβάλλουν την άσκηση των πολιτικών στην κλίμακα των Περιφερειών, ως πεδίων δυνατής ταύτισης οικοσυστημάτων και κοινοτήτων, και όχι στην «τεχνητή» κλίμακα των κρατών-εθνών 

Η έννοια της βιωσιμότητας ωρίμασε κατά την διάρκεια της δεκαετίας του ’80, πρώτα σε επίπεδο επιστημονικού περιβάλλοντος και στην συνέχεια στο πλαίσιο των μη κυβερνητικών οργανώσεων. Προηγήθηκε ο δημόσιος διάλογος γύρω από «τα όρια της ανάπτυξης» - που πρωτοδιατυπώθηκαν στο περίφημο δοκίμιο των Μίντοους- και στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον του 1972. Πρόκειται για πρωτοβουλίες που πυροδότησαν την αμφισβήτηση της απεριόριστης ανάπτυξης, δεδομένης της διαρκώς διευρυνόμενης μείωσης των φυσικών πόρων. Έως τότε, η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων θεωρείτο απεριόριστη από μέρους μιας οικονομικής επιστήμης που τους απέδιδε μηδενική αξία. Από τότε, οι φυσικοί πόροι αναδείχθηκαν περιορισμένοι ή εξαντλημένοι και, ενίοτε, σπανιότητες.

Μέχρι τότε, κυβερνήσεις και επιχειρήσεις ενεργούσαν με όρους απασχόλησης, ατομικού εισοδήματος, ΑΕΠ και επενδύσεων, μη αναφερόμενοι στον ενεργητικό και στον παθητικό «εθνικό λογαριασμό» με όρους φυσικού περιβάλλοντος, πολιτισμικών πόρων και, συνολικά, ποιότητα ζωής. Από τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, οι πολιτικές άρχισαν μεν να λαμβάνουν υπόψη τις αξίες του φυσικού περιβάλλοντος και της πολιτισμικής κληρονομιάς αλλά μόνο ως «εξωτερικεύσεις» ή «περιοριστικούς παράγοντες», δίχως καμία προσπάθεια ανάδειξης τους σε σκοπό. Με απαρχή εκείνη την περίοδο, η έννοια των «ορίων της ανάπτυξης» εμβαθύνεται και ριζοσπαστικοποιείται και η «βιωσιμότητα» χάνει την «ανάπτυξη», πολιτικοποιείται, ενσωματώνεται στο οικολογικό ζήτημα και κερδίζει την ευημερία. 


Στο πλαίσιο της βιώσιμης ευημερίας η οικονομική αποτελεσματικότητα αποτελεί κάτι το τελείως διαφορετικό από την παραγωγική αποτελεσματικότητα των συμβατικών οικονομικών προσεγγίσεων. Για την βιώσιμη ευημερίαοι κοινωνικές και οικολογικές θεωρήσεις αποτελούν εσωτερική παράμετρο του οικονομικού συστήματος και, κατά συνέπεια, η αποτελεσματικότητα αποτελεί συνώνυμο της μεγιστοποίησης της χρήσης ανανεώσιμων πόρων και της ελαχιστοποίησης των μη ανανεώσιμων, παράλληλα με την βέλτιστη δυνατή χρήση των ανθρώπινων πόρων. Εκτός από αποτελεσματική, η οικονομία οφείλει να είναι και υγιής έτσι ώστε να μπορεί να διαθέτει πόρους για την προστασία του φυσικού κεφαλαίου και της πολιτισμικής κληρονομιάς, για την υποστήριξη της έρευνας στο πεδίο των νέων τεχνολογιών και για τη διασφάλιση της κοινωνικής ισοτιμίας και της ποιότητας ζωής.













               Περιφερειακή αυτονομία και βιώσιμη ευημερία

Τέσσερις είναι οι κλίμακες στις οποίες προβλέπεται η υλοποίηση των στόχων της βιώσιμης ευημερίας: 
- η παγκόσμια, 
- η ηπειρωτική, 
- η κρατική και, 
- η περιφερειακή.
Στην παγκόσμια κλίμακα προβλέπονται, για παράδειγμα, οι δράσεις εναντίον των εκπομπών θερμοκηπίου ενώ στην ηπειρωτική εκείνες που σχετίζονται με την διαχείριση των μεγάλων ποταμών κ.λ.π. Η διάκριση μεταξύ κρατικής και περιφερειακής κλίμακας προκύπτει μεν από την σημερινή οργάνωση του κόσμου σε εθνικά κράτη, αλλά αποτελεί «τεχνητή» διαφοροποίηση που αντιτίθεται στο πνεύμα της ίδιας της βιωσιμότητας. Υπάρχουν κράτη που συμπίπτουν με μία περιφέρεια, πόλεις-κράτη και κράτη που αγκαλιάζουν ολόκληρα τμήματα ηπείρων. Επί πλέον, τα κράτη υλοποιούν διάφορες μορφές αποκέντρωσης ή και ομοσπονδιοποίησης στο εσωτερικό τους, ανεξάρτητα από μέγεθος και βαθμό ομοιογένειας. Η ανάληψη της υλοποίησης των πολιτικών της βιώσιμης ευημερίας από μέρους των εθνικών κέντρων λήψης αποφάσεων τις περιορίζει κατά τρόπο αφύσικο σε χώρους που δεν έχουν την αναγκαία ομοιογένεια, ενώ σε περιφερειακό επίπεδο δεν υπάρχουν συχνά τα εργαλεία για την διαχείριση των ανθρώπινωνκαι περιβαλλοντικών πόρων.

Θέτοντας στο επίκεντρο των πολιτικών της τα οικοσυστήματα και τις ανθρώπινες κοινότητες, η βιώσιμη ευημερία αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα των εθνικών κρατών που ενεργοποιούνται σε επίπεδο ανομοιογενών οικοσυστημάτων και ανθρώπινων κοινοτήτων. Τόσο το Κράτος όσο και η Περιφέρεια υφίστανται τις επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης. Το Κράτος γίνεται θεατής σε μία διαδικασία προοδευτικής και μη αναστρέψιμης απώλειας των προνομίων του, ενώ στο πεδίο της Περιφέρειας η ομογενοποίησα της κατανάλωσης, των συμπεριφορών και των πολιτισμικών δεδομένων, ενεργοποιεί αυτόματα την αντίδραση ανάκτησης της ταυτότηταςγια την δημιουργία μίας νέας συνοχής και μιας νέας ενεργής σχέσης με το περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση της ταυτότητας αποτελεί προϋπόθεση για την δέσμευση της περιφερειακής κοινότητας στην κατεύθυνση του καθορισμού των στόχων τηςβιώσιμης ευημερίας και της διαχείρισης των φυσικών και πολιτισμικώντης πόρων. 

Bιωσιμότητα και κρατισμός 

Το νόημα των παραπάνω βασίζεται στο γεγονός ότι, αντίθετα από το Κράτος, η Περιφέρεια αποτελεί, σε γενικές γραμμές, «φυσικό» οργανισμό. 
 - Η κουλτούρα της Περιφέρειας αποτελεί το προϊόν της σχέσης μεταξύ ανθρώπινης κοινότητας και οικοσυστήματος, το οποίο επιβιώνει ακόμη και σε δύσκολες καταστάσεις. 
- Η βιώσιμη ευημερία προϋποθέτει την αποτελεσματική χρήση των βιοτικώνκαι αβιοτικών πόρων του οικοσυστήματος, πράγμα το οποίο είναι καθόλα δυνατό μόνο όταν τα κέντρα λήψης των αποφάσεων ταυτίζονται με τα οικοσυστήματα.
Είναι λογικό ότι μία Περιφέρεια εξαρτημένη από περισσότερα κέντρα λήψης αποφάσεων – λόγω «τεχνητών» πολιτικών ή διοικητικών συνόρων – δεν είναι σε θέση να αναπτύξει τις κατάλληλες βιώσιμες πολιτικέςδιαχείρισης των πόρων. Παρόμοια, δεν μπορεί να υπάρξει βιώσιμη πολιτικήδιαχείρισης των πόρων στην περίπτωση που ένα κέντρο λήψης αποφάσεωνδιαχειρίζεται περισσότερες Περιφέρειες. Επί πλέον, η εθνική κλίμακα έχει και άλλες αρνητικές επιπτώσεις. Αποτελεί εμπόδιο στην διαπεριφερειακή συνεργασία των Περιφερειών που μοιράζονται τα αυτά οικοσυστήματα.

Η σημασία της περιφερειακής διάστασης των πολιτικών της βιώσιμης ευημερίας εμφαίνεται σαφώς εάν αναλογιστούμε τι θα συμβεί στην περίπτωση της μετάβασης από την παραγωγικήπροσέγγιση στην προσέγγιση της βιωσιμότητας. Βιομηχανία, αγροτική παραγωγή και τουρισμός δεν θα περιορίζονται στην μόνη μείωση των περιβαλλοντικών τους επιπτώσεων αλλά θα πρέπει να συμβάλλουν ενεργά στην αποκατάσταση υποβαθμισμένων περιβαλλόντων, στην προστασία της βιοποικιλότητας, στην ανάπτυξη περιθωριακών περιοχών, στην διαχείριση δασικώνκαι υδατικών πόρων και στην προστασία και ανάδειξη των πολιτισμικών πόρων, σύμφωνα με κριτήρια και στόχους που θα είναι καθορισμένα, αμέσως μετά την πλήρη καταγραφή και γνώση των τοπικών κοινοτήτων, οικοσυστημάτων και πολιτισμικών δεδομένων.

Σε κάθε περίπτωση, μία αποτελεσματική δέσμη πολιτικών βιώσιμης ευημερίας δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στη γνώση των τοπικών κοινοτήτων, οικοσυστημάτων και πολιτισμικών δεδομένων και στον επακόλουθο καθορισμό των στόχων σύμφωνα με την πραγματικότητα του περιφερειακού χώρου. Θα πρέπει να εφοδιαστεί και με τα κατάλληλα εργαλεία ίδιας διαχείρισης των οικολογικών και πολιτισμικώνιδιαιτεροτήτων του και να είναι σε θέση να μεγιστοποιήσει την ενεργή συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων. 

Η φύση της Περιφέρειας 

Κάθε προσπάθεια ανάλυσης της φύσηςτης Περιφέρειας δεν μπορεί παρά να λάβει υπόψη τη πραγματικότητα της ως σύστημα οικολογικών και ανθρώπινων δεδομένων και χαρακτήρων. Αναλύσεις αποκλειστικά και μόνο με όρους συμμετοχήςκαι ενεργού συναίνεσης παραπέμπουν σε μη ρεαλιστικές, αφηρημένες, διαστάσεις κοινωνικής συνειδητοποίησης. Προς αποφυγή υιοθέτησης οπτικών διαφωτιστικού τύπου, η ανάλυση οφείλει να πραγματοποιηθεί στο πεδίο της συγκεκριμένης ανθρωπολογίας της Περιφέρειας.

Μία Περιφέρεια αποτελεί συνειδητό οργανισμό σε θέση να επεξεργαστεί στους στόχους του. Ένα σύνολο οικιστικών συνόλων, γεωγραφικών στοιχείων, πανίδας, χλωρίδας και αβιοτικών στοιχείων, δεν είναι σε θέση να ορίσει μία Περιφέρεια δίχως την απαραίτητη θεώρηση των συγκεκριμμένων ιστορικών και πολιτισμικών στοιχείων και δεδομένων. Η αντίληψη της περιφερειακής πραγματικότητας από μέρους των τοπικών της κοινοτήτων είναι τόσο πιο καθαρή όσο περισσότερο ο καθορισμός της Περιφέρειας εδράζεται σε μία κοινή καταγωγή, σε κοινές αξίες και κοινά πολιτισμικά δεδομένα. Φυσικά, το γεγονός ότι οι – τυχαίοι και μη τυχαίοι - κάτοικοι μιας Περιφέρειαςαναγνωρίζουν ότι συγκατοικούν στον ίδιο χώρο δεν έχει ιδιαίτερη αξία. Η έλλειψη μίας κοινής ιστορικής και πολιτισμικής πραγματικότητας απογυμνώνει την Περιφέρεια από εκείνους τους πόρους που συνιστούν την προϋπόθεση και τον σκοπό της βιώσιμης ευημερίας.

Όπως διαφαίνεται η αυτονομία και η βιώσιμη ευημερία συγκλίνουν στην αυτή αντίληψη της Περιφέρειας. Μπορούμε δε κάλλιστα να θεωρήσουμε ότι ο αυτονομίασυνιστά στοιχείο προαγωγής της βιώσιμης ευημερίαςαπό την στιγμή που κινητοποιεί την περιφερειακή κοινότητα να συνειδητοποιηθεί, να συνειδητοποιήσει το περιβάλλον της και την σχέση με τα οικοσυστήματα της και να αναλάβει προσωπικά την διαχείριση του χώρου της. 


Οπτικές της Περιφέρειας 

Αρχικά η έννοια της Περιφέρειας ταυτίστηκε με εκείνη μιας ομοιογενούς περιοχήςως προς ορισμένα φυσικά χαρακτηριστικά. Αργότερα απόκτησε πολιτισμικά χαρακτηριστικά ως περιοχή που χαρακτηρίζεται από ομοιογένεια ορισμένων προεχόντων χαρακτηριστικών - γλωσσικών, εθνικών κ.λ.π.

Με απαρχή τη δεκαετία του ’60 η έννοια της Περιφέρειας μεταλλάχθηκε για να αποκτήσει αποκλειστικά λειτουργικά χαρακτηριστικά. Ως Περιφέρειαορίστηκε ο χώρος που δομείται βάσει της ιεραρχίας και των χαρακτηριστικών των αστικών κέντρων από την σκοπιά του επιπέδου των υπηρεσιών που μπορούν να προσφέρουν. Πρόκειται για ορισμό που διαφαίνεται χρήσιμος στο πλαίσιο των στρατηγικών εκμετάλλευσης των πόρωντου περιφερειακού χώρου, αλλά που δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα χαρακτηριστικά και τα όρια των οικοσυστημάτων, ούτε την πραγματικότητα των αγροτικών περιοχών, ούτε τα ιστορικά και πολιτισμικά δεδομένα. Αντίθετα, η έννοια που εκφράζει περισσότερο τις οπτικές της αυτονομίας και της βιωσιμότητας είναι εκείνη της βιο-περιφέρειας.

H οπτική του βιο-περιφερισμού ωρίμασε στο βορειοαμερικανικό περιβάλλον την δεκαετία του ’80. Ως προς τα άλλα οικολογικά «ρεύματα» έχει το προνόμιο της πρώτης ανάδειξης πολλών από τα θέματα της βιωσιμότητας. Η έννοια της βιο-περιφέρειας προσλαμβάνει διαστάσεις που ορίζονται από τον οικολογικό χώρο ο οποίος καθορίζει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της και τα χαρακτηριστικά των οικιστικών συνόλων. Πρόκειται για οπτική που δεν εμπεριέχει την ιστορική διάσταση της περιφερειακής κοινότητας και δεν μπορεί να μεταφερθεί μηχανικά στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Η μεταφορά της όμως φαίνεται να έχει εξαιρετική σημασία στο πλαίσιο της προσέγγισης της οικολογίαςμε την αυτονομία.

Συμπερασματικά

Η βιώσιμη ευημερία αποτελεί θεμελιώδη αναφορά για την αυτονομία και αντιστρόφως. Η σύνθεση μεταξύ οικονομίας, κοινωνίας και περιβάλλοντος, η οπτική της Περιφέρειαςως συνειδητού οργανισμού, η ιδιαίτερη προσοχή στην βιολογικήκαι πολιτισμική ποικιλομορφία και η διαγενεακή αλληλεγγύη, συνιστούν την υπέρβαση των ιδεολογικών προσεγγίσεων που κυριάρχησαν στη δυτική σκέψη. Οικονομισμόςκαι κρατισμός τέθηκαν σε αμφισβήτηση από την πιεστική ανάδυση του οικολογικού ζητήματος. Από αυτή την σκοπιά η αυτονομία, η οποία διεκδικεί την επανάκτηση των αποφασιστικών εξουσιών από μέρους των ριζωμένων στον χώρο κοινοτήτων, ενσαρκώνει μια σαφώς επίκαιρη οικολογική απαίτησηκαι αποτελεί προυπόθεση στην κατεύθυνση της Οικολογικής Μετάβασης. Καθαρά πολιτική.

Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019

Διακήρυξη συγκρότησης Περιφερειακής Παράταξης Αττικής



Το τέλος της τετραετίας και της παρούσας διακυβέρνησης βρίσκει οριστικά χαμένη κάθε «ΕΛΠΙΔΑ» δημιουργίας μιας άλλης κοινωνίας και μιας άλλης σχέσης της με την οικονομία και το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, σε θέση να δημιουργήσει την πολυπόθητη αειφορία, με λίγα λόγια μια διάχυτη βιώσιμη ευημερία – μέσω της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίαςοικονομίας και περιβάλλοντος - μακρόχρονης οπτικής.

Βασική αιτία η διαχρονική βαθιά κρίση αντιπροσώπευσης – ή η καταστροφική έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ των κοινωνικών και περιβαλλοντικών δυναμικών του χώρου και της θεσμικής τους εκπροσώπησης - που οδήγησε πρώτα στο σημερινό εκμηδενισμό κάθε οράματος και έπειτα στην υποκατάσταση της απαραίτητης αειφόρου ανασυγκρότησης της πτωχυμένης πλέον χώρας με μια «τυφλή», φτηνή και καταστροφική, εκποίηση του φυσικού και πολιτισμικού πλούτου, με ανεπανόρθωτες συνέπειες για τις μελλοντικές γενιές. Από τον προγραμματισμό των εξορύξεων υδρογονανθράκων σε όλη τη χώρα και την αδειοδότηση γιγαντιαίων ξενοδοχειακών μονάδων σε δάση, αιγιαλούς και τοπία ιδιαίτερου κάλλους, έως την άκριτη εγκατάσταση αιολικών «όπου φυσάει ο άνεμος», τη παράταση της χρήσης επικίνδυνων ζιζανιοκτόνων και την βίαιη καταπάτηση των δικαιωμάτων των ζώων, στην προσπάθεια ενίσχυσης της εντατικής ζωοτεχνίας, η εγχώρια πολιτική απέδειξε πλέον ξεκάθαρα την ολική της αποξένωση από κάθε ιδέα αειφορίας, από την κοινωνία, τις ανάγκες της και τους προβληματισμούς της και, εν τέλει, από την αναμφισβήτητη υποχρέωση να υπηρετεί το αναφαίρετο δικαίωμα της κοινωνίας σε ένα αειφόρο μέλλον.

Κρίση αντιπροσώπευσης και εξαΰλωση οράματος και πολιτικής, στα μέτρα της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος, ανθίσανε και ανθούν στο πλαίσιο ενός παρωχημένου, συγκεντρωτικού, μοντέλου διοίκησης, σφιχταγκαλιαμένου από την κομματοκρατία. Ενός μοντέλου μοναδικού στη σύγχρονη Ευρώπη των Περιφερειών, που κρατά την κοινωνία μακριά από τα κέντρα λήψης των αποφάσεων και ακόμα πιο μακριά από την τοπικότητα. Από εκεί που η κοινότητα ταυτίζεται με τα οικοσυστήματα και οι πολιτικές επιλογές γίνονται άμεσα αισθητές και ανθρωπολογικά διαχειρίσιμες και από εκεί που εκκινούν οι πολιτικές της αειφορίας και της «Οικολογικής Μετάβασης» σε μία κοινωνία της βιώσιμης ευημερίας :
της συμμετοχικής δημοκρατίας και της δημοκρατίας του διαδικτύου,
της κυκλικής οικονομίας και της βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής,
της προστασίας και ανάδειξης του φυσικού κεφαλαίου,
της αγρο-οικολογίας,
της διαχείρισης των υδατικών πόρων,
- της οικο-κίνησης,
- της συνειδητοποίησης της αξίας του εδάφους και της αναγέννησης των οικιστικών συνόλων,
της οικολογικής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών,
των περιβαλλοντικών ελέγχων,
των οικολογικών δικτύων,
της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής,
της ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ζώων,
της πραγματικής οικονομίας, κυκλικής, κοινωνικής και συνδεδεμένης με τις χωρικές και τοπικές ρίζες του παραγωγικού συστήματος, της μεταστροφής του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και της μικρής παραγωγικής αλυσίδας, οριοθετούμενης στο πεδίο των κοινωνικών και περιβαλλοντικών απαιτήσεων και αναγκών και,
της διάχυσης των πολιτικών της «Οικολογικής Μετάβασης» σε όλους τους τομείς και όλα τα επίπεδα της πολιτικής της διακυβέρνησης.

Η επανάκαμψη στο όραμα και το άνοιγμα στην πολιτική της αειφορίας δεν μπορούν παρά να εκκινήσουν από την τοπικότητα και ειδικότερα από την Περιφέρεια. Από την Περιφέρεια, που χαρακτηρίζεται πλέον ως «πολιτικός πρωταγωνιστής» και «πρωταγωνιστής πολιτικών», ως ο ενεργός πρωταγωνιστής στην αναδιατύπωση του πολυεπίπεδου πολυκεντρισμού του κράτους, βάσει των ιδιαιτεροτήτων της τοπικότητας και ως ο κύριος παράγοντας ανάθεσης της διάρθρωσης των πολιτικών της βιώσιμης ευημερίας

«Οι Περιφέρειες είναι οι βασικοί συντελεστές της βιώσιμης ευημερίας», καταλήγει η Διακήρυξη της Συνδιάσκεψης του Γκέτεμποργκ του 1977. Από την Περιφέρεια και από την Περιφέρεια Αττικής ξεκινά αναπόφευκτα και ο δικός μας αγώνας, η δική μας ασυμβίβαστη πολιτική παρέμβαση της «Οικολογικής Συμμαχίας»:
για την ριζική αναδιατύπωση και αναδιάρθρωση των πολιτικών της Περιφέρειας στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός οικολογικά «ολοκληρωμένου» μοντέλου Περιφερειακής Ενότητας - αυτόνομης, «οικονομικής», αλληλέγγυας, συμμετοχικής και αυτό-βιώσιμης - ως αναγκαία προϋπόθεση της «Οικολογικής Μετάβασης» σε μία κοινωνία ουσιαστικής βιώσιμης ευημερίας,
για την προοδευτική αναδιατύπωση της αρχιτεκτονικής της Περιφέρειας στο πεδίο της επιβαλλόμενης πλέον πολιτικής και λειτουργικής αυτονομίας, για την βέλτιστη ανταπόκριση στις απαιτήσεις της «Οικολογικής Μετάβασης» και των οικονομικώνκοινωνικών και περιβαλλοντικών ιδιαιτεροτήτων της τοπικότητας, στο πλαίσιο μιας δημοκρατικότερης και καλύτερα διαρθρωμένης κρατικής δομής.

Ακολουθεί η Διακήρυξη συγκρότησης της Περιφερειακής Παράταξης


Διακήρυξη συγκρότησης Περιφερειακής Παράταξης Αττικής

Για ένα μοντέλο Αειφόρου Περιφερειακής Ενότητας, Αυτόνομης, «Οικονομικής», Αλληλέγγυας, Συμμετοχικής, Αυτοβιώσιμης. Για την «Οικολογική Μετάβαση» στην κοινωνία της βιώσιμης ευημερίας

40 χρόνια μετά την έναρξη της διαδικασίας διαμόρφωσης της σύγχρονης Περιφέρειας, και της αμφισβήτησης της έννοιας της «ανάπτυξης», η Ευρωπαϊκή Περιφέρεια προβάλλεται πλέον ως «πολιτικός πρωταγωνιστής» και «πρωταγωνιστής πολιτικών» αναφορικά με την διαδρομή προς την «Οικολογική Μετάβαση», ως οικονομικός πρωταγωνιστής της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας αλλά και ως ενεργό υποκείμενο των πολιτικών βιώσιμης ευημερίας και πρωταγωνιστής της γεωπολιτικής σκηνής.

Κατά την Ευρωπαϊκή Ένωση η Περιφέρεια αποτελεί τον κύριο υποκείμενο ανάθεσης των πολιτικών βιώσιμης ευημερίας σε επίπεδο τοπικής κλίμακας. Όχι τυχαία, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο διαμορφώνεται πλέον στην κατεύθυνση της μεταβίβασης των εξουσιών από το κέντρο στις Περιφέρειες και στις περιφερειακές αυτοδιοικήσεις. Η Περιφέρεια δεν θεωρείται ως το απλό υπόβαθρο επεμβάσεων και παρεμβάσεων αλλά ως κύριος χώρος και ενεργός πρωταγωνιστής της χειροπιαστής διασφάλισης ενός αειφόρου μέλλοντος. Σε αυτό το πλαίσιο, ελπιδοφόρας διαδρομής, η Ελληνική Περιφέρεια παραμένει, δυστυχώς, ο θλιβερός κομπάρσος, τόσο στο επίπεδο της αναγκαίας πλέον αυτονομίας – δομής, αρμοδιοτήτων, πολιτικής και λειτουργίας - όσο και στο επίπεδο των πολιτικών της, κυρίως ως προς την απαιτούμενη οικολογική μεταστροφή, την βιώσιμη ευημερία και, εν τέλει, την υψηλή ποιότητα ζωής. 

Παρά τις προσπάθειες που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’80 και άρχισαν να υλοποιούνται στις αρχές του ’90, η έννοια της Περιφέρειας παραμένει σχεδόν ανεξερεύνητη στη χώρα μας. Ταυτίζεται ως επί το πλείστον με εκείνη μιας αποκεντρωμένης διοικητικής υπηρεσίας και «τμήμα της επικράτειας εντός του οποίου ασκείται η αποφασιστική και συντονιστική αρμοδιότητα του Κράτους».


Η κεντρική διακυβέρνηση παραμένει το επιτελικό στρατηγείο με συντονιστικό, παρεμβατικό και ελεγκτικό ρόλο ως προς την λειτουργία της Περιφέρειας η οποία, ουσιαστικά, αποτελεί εκτελεστικό της όργανο, με ελάχιστα – ή και ανύπαρκτα - περιθώρια διοικητικής, οικονομικής και πολιτικής αυτονομίας. Οι προβλεπόμενες από το Σύνταγμα «αποφασιστικές αρμοδιότητες για την εκπλήρωση του σκοπού της τοπικής ανάπτυξης» αποτελούν ακόμη «γράμμα κενό περιεχομένου» και η περιφερειοποίηση, η περιφερειακότητα, ο περιφερισμός και οι πολιτικές που προϋποθέτουν και προάγουν, θέματα ανάλυσης φιλολογικής βραδιάς. «Πρακτική συνέπεια του τρόπου σχεδιασμού και λειτουργίας του όλου οργανικού μορφώματος της κρατικής διοίκησης – κεντρικής, περιφερειακής και τοπικής – είναι η κρίση αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας που διέρχεται σταδιακά, όλα τα επίπεδα αλλά και κάθε ένα ξεχωριστά… ». υπογραμμίζει πραγματεία επί του συγκεκριμένου θέματος. «… Η διοίκηση τότε, και οι διαιρέσεις της από μοχλοί και όπλα ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού μετατρέπονται σε εμπόδια και μέσα καθυστέρησης ή και οπισθοδρόμησης…». Αυτή ακριβώς είναι και η περίπτωση της Ελληνικής Περιφέρειας που τροφοδοτεί μία βαθιά «κρίση αντιπροσώπευσης», ή καταστροφικής έλλειψης αντιστοιχίας μεταξύ των κοινωνικών και περιβαλλοντικώνδυναμικών του χώρου και της θέλησης ή και ικανότητας εκπροσώπησης τους από την θεσμική πολιτική.

Ως εκ τούτου

Εμείς, αδέσμευτοι ενεργοί πολίτες, φορείς και συλλογικότητες, της οικολογίας και της οικολογικής οπτικής, της συμμετοχικότητας και της περιεκτικής δημοκρατίας, της διαγεννεακής - κοινωνικής και περιβαλλοντικής - υπευθυνότητας και δικαιοσύνης, του αποκεντρωτισμού, της αξίας της τοπικότητας και της οικονομίας των συλλογικών αγαθών, αντίθετοι στην επικυριαρχία του οικονομισμού, του συγκεντρωτισμού και της αποκλειστικής δημοκρατίας, στην οπτική της «επιβολής» του τεχνητού στο φυσικό και του υλικού στο αξιακό, της αναγωγής της πραγματικότητας σε «νεκρή φύση» - παρατηρήσιμης «απέξω» και από μακριά - της περιβαλλοντικής καταβαράθρωσης και της νεκρής ιδεολογίας της «συνεχούς ανάπτυξης».

κρίνουμε περισσότερο από αναγκαίο

την αναδιατύπωση της έννοιας, της δομής, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας της Ελληνικής Περιφέρειας, στα χνάρια του σύγχρονου προφίλ της Ευρωπαικής Περιφέρειας, σύμφωνα με τις νεώτερες οπτικές περί περιφερειοποίησης, περιφεριακότηταςκαι περιφερισμού και στην κατεύθυνση της «Οικολογικής Μετάβασης», για την δημιουργία ενός νέου θεσμικού μοντέλου οικολογίας της αυτοδιοίκησης, αυτόνομου και «οικονομικού», αλληλέγγυου, συμμετοχικού, και εν δυνάμει αυτό-βιώσιμου, του μόνου ικανού να διασφαλίσει βιώσιμη ευημερία σε περιβάλλον τριπλής, οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής, κρίσης.

Εμείς, αδέσμευτοι ενεργοί πολίτες, φορείς και συλλογικότητες, της οικολογίας και της οικολογικής οπτικής, αποφασίζουμε την σύσταση της «Οικολογικής Συμμαχίας», «ανοικτής» Περιφερειακής Παράταξης, με στόχο την συστηματική παρέμβαση στα περιφερειακά δρώμενα, την άμεση κατάρτιση ψηφοδελτίου για τις επικείμενες αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαίου 2019 για την Περιφέρεια Αττικής και την συστηματική προσπάθεια επίτευξης των παραπάνω. 

«Η μετα-αναπτυξιακή κατάσταση, την οποία έφερε η οικονομική κρίση, επιβάλλει ριζική αλλαγή στρατηγικών οπτικών με αφετηρία αυτό το οποίο μας είναι πλησιέστερο: τον τόπο στον οποίο ζούμε και από τον οποίο, παράδοξα, βρισκόμαστε ολοένα και πιο αποξενωμένοι…», υπογράμμιζε προ καιρού ο Αλμπέρτο Μανιάγκι. «Η υπαρξιακή μας διάσταση βρίσκεται πλέον σε προχωρημένο στάδιο «από-τοπικοποίησης». Χάνουμε διαρκώς σημαντικά κομμάτια των υλικών και συμβολικών της δομών, ενώ το μόνο αυθεντικά συνεργικό έργο τέχνης, το οποίο είναι ο χώρος - προϊόν ζωντανού διαλόγου μεταξύ φύσης και κουλτούρας – υποβάλλεται σε μία συστηματική ερήμωση, μεταβαλλόμενο σε άμορφο υπόβαθρο «έργων» και λειτουργικών αναγκών εάν όχι και σε συλλέκτη δηλητηρίων.Αποτελεί πλέον ανάγκη ο επανασχεδιασμός του χώρου από την οπτική της από-αναπτυξιακής αυτοβιωσιμότητας, τώρα που η γιγάντωση του «ελλείμματος» έχει εστιάσει, καλύτερα από ποτέ, την επερχόμενη καταστροφή. Την απαραίτητη προϋπόθεση συνιστά η σφυρηλάτηση μιας «συνείδησης του τόπου και της τοπικότητας» - της γειτονιάς, του δήμου, της πόλης, του τοπίου, της βιο-περιοχής - με στόχο της διαφύλαξη των κοινών αγαθών, των αστικών, περιαστικών και αγροτικών τοπίων, της τοπικής παραγωγής, της τοπικής κουλτούρας και της τοπικής γνώσης, στα πλαίσια ενός κοινού ορίζοντα συμμετοχικότητας και αλληλεγγύης». Σε αυτό ακριβώς αποσκοπεί και η σύσταση της «ανοικτής» Περιφερειακής Παράταξης, «Οικολογική Συμμαχία», με πρώτο βήμα την προσπάθεια μεταστροφής της Περιφέρειας και της Περιφέρειας Αττικής.


Φίλιππος Δραγούμης
Γιώργος Δημητρίου
Ευάγγελος Σπινθάκης
Κώστας Διάκος
Ιάσων Χανδρινός
Βασίλης Ζομπανάκης
Άγγελος Τρωιάνος
Δημήτρης Θεοδοσόπουλος
Μαργαρίτα Σπηλιοπούλου
Γιώργος Πασχαλίδης
Νίκος Τσάμης
Μιχάλης Βώκος
Χαρίκλεια Χάρις
Οδυσσέας Ρομπάκης
Τριαντάφυλλος Σουργιαδάκης
Αλέξανδρος Αργυρόπουλος
Αλέξανδρος Γερασιμίδης
Παναγιώτης Γιολδασέας
Άγγελος Σπυρόπουλος
Ιωάννα Περαντινού
Γιάννης Νέστορας
Ελένη Αλεξοπούλου
Κώστας Καραβασίλης
Δώρα Ιππίκογλου
Φραγκίσκα Ροδίτου
Δημήτρης Κιμουλιάτης
Κατερίνα Αγλαμίση
Στέλιος Παναγιωτίδης
Στέλιος Αγγελής
Γιάννης Νικολαίδης
Φραντζέσκος Καλλιβρούσης
Φωτεινή Κατσιώνη
Παναγιώτα Μπακαλοπούλου
Τάκης Σουκαράς

Με την στήριξη : 

Ομάδα Οικολογικού Ακτιβισμού «Πράσινοι Γρύλοι» 
Ενιαίο Οικολογικό Κέντρο Μεσογείων & Μεταμόρφωσης 
Δίκτυο Δημοτικών Παρατάξεων «Πράσινο – Για την Οικολογία» 
Ελληνικό Δίκτυο για την Αποανάπτυξη 
Μικρογεωγραφίες 



Αθήνα, Φεβρουάριος 2019
Οικολογική Συμμαχία για την Περιφέρεια Αττικής
contact@oikologiki.symmaxia.gr



-----------------------------

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2019

Για μια δίκαιη «Οικολογική Μετάβαση»


Η τριπλή οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση που μαστίζει τις δυτικο-ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι στην ουσία κρίση αντιπροσώπευσης, κρίση πολιτικής και πολιτικού προσωπικού, κρίση φιλοδοξίας και αξιοπιστίας. Από αυτή την οπτική γωνία, η περιβαλλοντική κρίση και ειδικότερα η μάχη ενάντια στην κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της, υποδεικνύουν το μόνο μοντέλο αντιμετώπισης της κρίσης ως δίπολο :
- μιας δίκαιης μεταστροφής της παγκόσμιας οικονομίας και,
- της διεθνούς, πολυμερούς, συνεργασίας μέσω κοινών κανόνων.
Η πολιτική οφείλει να ανακτήσει το πνεύμα της ιστορικής 21ης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης για το Κλίμα του Παρισιού, από την σκοπιά της τεράστιας επιτυχίας της σύγχρονης πολυμερούς διπλωματίας και να το θέσει ως βάση ενός μακρόπνοου, συνεκτικού, πολιτικού σχεδίου, με επίκεντρο την «Οικολογική Μετάβαση».

Για μία δίκαιη «Οικολογική Μετάβαση»

Η ανάγκη της επείγουσας αντιμετώπισης της υπερθέρμανσηςτου πλανήτη, της μόλυνσης του εδάφους, των θαλασσών και της ατμόσφαιραςπροσανατολίζουν στην ριζική αλλαγή πολιτικού παραδείγματος για την ειρηνική συνύπαρξη των λαών τον 21ο αιώνα και θέτουν το εξής ερώτημα : Θα μπορέσουμε να διαχειριστούμε ομαλά την «Οικολογική Μετάβαση» ή οι ανεξέλεγκτες αλλαγές, όπως η επιδείνωση των κλιματικών επιπτώσεων, οι βαθιές τεχνολογικές αλλαγές, η μαζική μετανάστευση, ή και η κατάρρευση χωρών παραγωγών υδρογονανθράκων, θα μας ωθήσουν σε μία κατάσταση εντονότερων διαταραχών και μεγαλύτερης αστάθειας;

Η πολιτική οφείλει να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση με πλήρη επίγνωση ότι η ομαλή και δίκαιη οικολογική μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι μόνο δυνατή αλλά και μονόδρομος για την διατήρηση αξιών όπως η ειρήνη, η κοινωνική δικαιοσύνη, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δημοκρατία και η ελευθερία.


Η Συμφωνία του Παρισιού υποδεικνύει το 2050 ως κατώφλι ασφάλειας για την επίτευξή της ουδετερότητας των εκπομπών και την αποφυγή ανεξέλεγκτων αλλαγών, γεγονός που θέτει επείγουσα την ανάγκη της μετάβασης σε μία απανθρακοποιημένη οικονομία, μηδέν εκπομπών. Μία πρώτη ουσιαστική ενέργεια σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η υιοθέτηση του παραπάνω ως βασικού σημείου αναφοράς για τον σχεδιασμό του μέλλοντος της Ευρώπης και την ευθυγράμμιση με αυτό όλων των ευρωπαϊκών πολιτικών κατά το επόμενο διάστημα.


Θα πρέπει να αναδιοργανωθούν ριζικά και το ταχύτερο δυνατό οι τρόποι παραγωγής και κατανάλωσης, οι τρόποι με τους οποίους οικοδομούμε, κινούμαστε και σχετιζόμαστε με τους κοντινούς μας και με τους διεθνείς εταίρους μας. Μία μεταστροφή τόσο ριζική απαιτεί τον καθορισμό ενός νέου «κοινωνικού-οικολογικού συμβολαίου», βάσει 3 αξόνων – επενδύσεις, προστασία και μέλλον – με επίκεντρο μία μεγάλη μεταρρύθμιση της οικονομικής πολιτικής που θα θέτει το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην υπηρεσία της οικονομίας και του πολίτη και θα στηρίζει την βιώσιμη ευημερία της τοπικότητας. Κάθε πολιτική που έχει θετικά οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αποτελέσματα - όπως η στήριξη της ενεργειακής απόδοσης –και μειώνει μακροπρόθεσμα το κόστος της δημόσιας δαπάνης, δεν μπορεί να θεωρείται από τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς ως χρέος που επιβαρύνει το δημόσιο έλλειμμα. Η μάχη για «δημοσιονομική ευελιξία» αποτελεί μάχη υπέρ της ευημερίας, της ασφάλειας και του μέλλοντος του πολίτη. Η μάχη για την ευελιξία εκείνων των επενδύσεων που δημιουργούν πραγματική οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική υπεραξία, είναι μάχη για την «Οικολογική Μετάβαση».

Δημιουργία τοπικής απασχόλησης

Η «Οικολογική Μετάβαση» από την οικονομία άνθρακα σε μία οικο-βιώσιμη οικονομία απαιτεί ένα ύψος επενδύσεων δίχως προηγούμενο. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το κόστος των νέων υποδομών στο πεδίο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και της ενεργειακής αποδοτικότητας, έως το 2030, ανέρχεται σε 2.000 δισεκατομμύρια ευρώ. Πραγματικά τεράστια επένδυση και τεράστιο οικονομικό κίνητρο για αλλαγή οικονομικής πλεύσης και τη δημιουργία εκατομμυρίων θέσεων εργασίας στη θέση του 1 δισεκατομμυρίου ευρώ την ημέρα που απορροφά η εισαγωγή ορυκτών καυσίμων. Πρόκειται για μία επένδυση που θα επιτρέψει την προγραμματική μείωση του κόστους της ενέργειας για τον πολίτη μέσω της εξοικονόμησης από τις εισαγωγές και της αποδοτικής χρήσης των πόρων.

Η οικονομία της «Οικολογικής Μετάβασης» αποτελεί σήμερα την ταχύτερα αναπτυσσόμενη, σε παγκόσμιο επίπεδο και τη μόνη πλατφόρμα βιώσιμης ευημερίας για τις επόμενες γενιές. Η οικοδομική επανάστασητου άμεσου μέλλοντος δεν έγκειται στην κατασκευή του νέου αλλά στην επανάχρηση του υφιστάμενου, ενεργειακά αποδοτικότερου και όσο το δυνατό «εξυπνότερου». Η επανάσταση στον τομέα των μεταφορών σημαίνει την υιοθέτηση της ηλεκτροκίνησης και πολιτικών διατροπικότητας και μοιρασιάς που θα συμβάλλουν στην απάλειψη της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των 400χιλιάδων πρόωρων νεκρών τον χρόνο στις ευρωπαϊκές πόλεις.


Πέραν του «γενναίου» οράματος που απαιτούν τα παραπάνω, χρειάζεται μια δραστική οικονομική μεταρρύθμιση που θα στρέψει στην «Οικολογική Μετάβαση» σαφώς περισσότερους κοινούς πόρους, από το νέο ευρωπαϊκό επενδυτικό πρόγραμμα – «InvestEU» – έως τον νέο ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η σπουδαιότητα της «Οικολογικής Μετάβασης» απαιτεί την διάθεση τουλάχιστον του ήμισυ των πόρων του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, αφαιρώντας ταυτόχρονα κάθε άμεση ή έμμεση στήριξη στα ορυκτά καύσιμα.

Προστασία του πολίτη

Ο θετικός αντίκτυπος της «Οικολογικής Μετάβασης» στο πεδίο της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας θα σημάνει την κατάργηση άλλων, συμβατικών, με σοβαρές συνέπειες για τις πλέον ευάλωτες κοινότητες όπως η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων, η βιομηχανία άνθρακα και εκείνη των οχημάτων εσωτερικής καύσης. Είναι αναγκαίο, κατά συνέπεια, να προωθηθεί μέρος των κονδυλίων του ευρωπαϊκού ταμείου συνοχήςσε εκείνες τις Περιφέρειες που διαφαίνονται περισσότερο ευαίσθητες στις επιπτώσεις της Μετάβασης.

Είναι αναγκαία, επιπλέον, η επένδυση σε στρατηγικές αντίστοιχες των περιστάσεων, από τα προγράμματα πρόωρης συνταξιοδότησης, σε εκείνα της ανάπτυξης νέων βιομηχανιώντης τοπικότητας και τα προγράμματα επανένταξης στην απασχόληση και της συνεχούς κατάρτισης. Και αυτά, στο πλαίσιο μιας ανοικτής, συνεχούς και συμμετοχικής διαδικασίας διαλόγου με συνδικάτα, επιχειρήσεις, πολιτικούς όλων των επιπέδων – δήμαρχους, περιφερειάρχες, υπουργούς – και, κυρίως, με την κοινωνία των πολιτών.

Η προστασία του πολίτη απαιτεί την διάθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην υπηρεσία των πλέον αδύναμων διαθέτοντας, για παράδειγμα, μέρος του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού για την ενεργειακή εξυπηρέτηση των φτωχότερων κοινοτήτων κυρίως στην ανατολική Ευρώπη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το 11% του πληθυσμού των κρατών μελών της - ή 50 εκατομμύρια - δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στο κόστος της θέρμανσης της κατοικίας του.

Διάθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματοςστην υπηρεσία των πλέον αδύναμων σημαίνει την πλήρη διαφάνεια στο πεδίο της πληροφόρησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων της δραστηριότητας των επιχειρήσεων, με ιδιαίτερη αναφορά στις εκπομπές των αερίων θερμοκηπίου, στην έκθεση τους στους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής και στον χρηματοοικονομικό κίνδυνο απώλειας της αξίας του ενεργητικού τους, όπως οι μεγάλες εταιρείες πετρελαίουκαι φυσικού αερίου. Η πληροφόρηση οφείλει να είναι υποχρεωτική και δημόσια καθόσον αναγκαία για τον προσανατολισμό των επιλογών του καταναλωτή και την μεταρρύθμιση της ιδιωτικής αναπτυξιακής οικονομίας.

Προστασία του πολίτη σημαίνει φυσική προστασία των ατόμων, των επιχειρήσεων και του χώρου από τις διαρκώς αυξανόμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής. Ως προς αυτό, αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα η κατάρτιση ενός μεγαλόπνοου ευρωπαϊκού σχεδίου προληπτικής διαχείρισης του κλιματικού κινδύνου που θα εκκινεί από την αξιολόγηση των επιπτώσεων της διακύμανσης της θερμοκρασίας στις υποδομές, στην υγεία και στις απαιτούμενες σχετικές επενδύσεις και θα καταλήγει στην διάρθρωση adhoc στρατηγικών αντιμετώπισης των διαφόρων τύπων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Το μέλλον

Η βιομηχανία οφείλει να επανακάμψει στο επίκεντρο των εναλλακτικών πολιτικώνμε στόχο την μεταστροφή της στο παραγωγικό παράδειγμα της «Οικολογικής Μετάβασης». Για να γίνει αυτό, είναι αναγκαία η επένδυση στην αποτελεσματικότητα των πόρων και στις τεχνολογίες του μέλλοντος, στην υποχρεωτικότητα των στάνταρτ κυκλικής οικονομίας και ενεργειακής απόδοσηςκαι στην ικανότητα καινοτομίας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Σημαντικό για το μέλλον της απασχόλησης και της επιχειρηματικότητας είναι η τροφοδότηση της έρευνας και της καινοτομίας με περισσότερους πόρους και η επιτάχυνση της διαδικασίας εμπορευματοποίησης των πιο ελπιδοφόρων καινοτομιών. Η απανθρακοποίηση του συστήματος μεταφορών, της αγροτικής οικονομίας και της βιομηχανίας – χάλυβα, αλουμινίου, χάρτου, σκυροδέματος κ.α. – οφείλει να αποτελέσει κύριο στόχο με την βοήθεια ειδικών προγραμμάτων και συνεργασιών με πανεπιστήμια και κέντρα έρευνας έτσι ώστε να αναπτυχθεί το know-how της «Οικολογικής Μετάβασης» του 21ου αιώνα.

Η Ευρώπη

Οι πολιτικές δυνάμεις οφείλουν να θέσουν την δίκαιη «Οικολογική Μετάβαση» στο επίκεντρο του επανακαθορισμού του ρόλου της σύγχρονης Ευρώπης στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων και του κόσμου, έτοιμες να αντιμετωπίσουν τα πιθανά απορρέοντα ρίσκα τα οποία θα μπορούσαν να υποθηκεύσουν τις βάσεις της πολυμερούς συνεργασίας βασισμένης σε κοινούς κανόνες.

Για δεύτερη συνεχή χρονιά οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προκάλεσαν πολλή μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών απ’ότι οι συρράξεις: περισσότερα από 19 εκατομμύρια άτομα αναγκάστηκαν να μετακινηθούν το 2017εξαιτίας φυσικών καταστροφών. Έγκυρες εκτιμήσεις δείχνουν ότι το 2050 οι περιβαλλοντικοί μετανάστες θα φθάσουν τα 200 εκατομμύρια, ενώ οι πιο απαισιόδοξες από αυτές ανεβάζουν τον αριθμό στο 1 δισεκατομμύριο. Τα κλιματικά μοντέλα δείχνουν ότι, δίχως την σαφή δρομολόγηση της «Οικολογικής Μετάβασης», η θερμοκρασία στην περιοχή της Μεσογείου μπορεί να αυξηθεί κατά 4 βαθμούς έως το 2050 και κατά 6 βαθμούς έως το 2100, ενώ το μεγαλύτερο κομμάτι της Μέσης Ανατολής θα καταστεί μη κατοικήσιμο τις επόμενες δεκαετίες.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι η κλιματική αλλαγή θα αποτελέσει τον καθοριστικό παράγοντα της μετακίνησης των πληθυσμώνκαι πιθανών νέων συρράξεων. Εάν η πολιτική δεν αντιμετωπίσει σήμερα το ζήτημα της αναγκαστικής μετακίνησης των πληθυσμών, με απαρχή τα βαθύτερα αίτια της, αυτός ο αιώνας θα αποτελέσει τον αιώνα της αποτυχίας της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών έτσι όπως την γνωρίσαμε στην Ευρώπη από το τέλος του ΙΙ Παγκοσμίου Πολέμου έως σήμερα.

Η πολιτική οφείλει να επαναξιολογήσει επειγόντως την ιδέα της «ανάπτυξης» συναρτήσει των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, ξεκινώντας με τη διάθεση πόρων για την ανθεκτικότητατων υδατικών και διατροφικών συστημάτων των πιο ευάλωτων περιοχών, όπως οι κοντινές της υπο-σαχάριαςκαι της βόρειας Αφρικής. Τα μέτρα ανθεκτικότητας, μαζί με την πρόσβαση σε καθαρή ενέργεια και την επίτευξη ενεργειακής απόδοσης, θα καταστήσουν δυνατή την βιώσιμη ανάπτυξημεγάλου μέρους των πληθυσμών αυτών των περιοχών, με πρώτο εκείνο των νέων.


Σε γεωπολιτικό επίπεδο, η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει το καυτό θέμα των πολιτικού χάους γύρω από τα σύνορα της και πρώτιστα στην Μέση Ανατολή, που υποκινείται από την Ρωσία, την Σαουδική Αραβία και το Ιράν, χώρες που στηρίζονται στην πώληση των ορυκτών καυσίμων. Τον καλύτερο τρόπο μείωσης της ικανότητας δημιουργίας χάους αυτών των χωρών, αποτελεί η απανθρακοποίηση της οικονομίας της ενέργειας και των μεταφορών, παράλληλα με την στήριξη των ιδίων και των λοιπών γειτόνων στην κατεύθυνση της «Οικολογικής Μετάβασης» και της διαχείρισης των κλιματικών επιπτώσεων.

Τέλος, σε μία εποχή γεωπολιτικού κατακερματισμού, δυσπιστίας στη διεθνή συνεργασία και αύξησης των παγκόσμιων κινδύνων, η πολιτική οφείλει να επενδύσει πολύ περισσότερο στην διπλωματία ευθυγράμμισης των συμφερόντων των διαφόρων χωρών, μοιρασιάς των ευκαιριών και αποφυγής των εθνικιστικών προσεγγίσεων, του προστατευτισμού και της ανταγωνιστικής ανάπτυξης, που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την επιτυχία της οπτικής της πολυμέρειας. Η Ευρώπη οφείλει να αυξήσει την διπλωματική της ικανότητα στην κατεύθυνση του επηρεασμού των ενεργειακών και κλιματικών επιλογών των μεγάλων δυνάμεων, σε παγκόσμια κλίμακα και να αναθεωρήσει τις σχέσεις με την Κίνα, την Ινδία και τις λοιπές αναδυόμενες χώρες. Η νέα Έκθεση της Ευρωβουλής γύρω από την διπλωματία του κλίματος, η οποία καταρτίστηκε από γερμανούς ευρωβουλευτές της κεντροαριστεράς, θα έπρεπε να αποτελέσει τη βάση μιας νέας ευρωπαϊκής διπλωματίας.

Με λίγα λόγια…

Η «Οικολογική Μετάβαση» αποτελεί την μοναδική οδό διάρθρωσης πολιτικών σε θέση να προσφέρουν λύση στα αδιέξοδα της τριπλής οικονομικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης και τη μοναδική ευκαιρία της πολιτικής να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της σύμφωνα με τα πραγματικά δεδομένα αυτού του κόσμου έτσι ώστε να είναι χρήσιμη. Η πολιτική οφείλει να θέσει στο επίκεντρο της ατζέντας της το οικολογικό ζήτημα και να δεσμευθεί για την υλοποίηση φιλόδοξων στόχων, στηριζόμενη σε ένα τεράστιο κοινωνικό, θεσμικό και ερευνητικό κεφάλαιο που είναι μεν ευαισθητοποιημένο και σθεναρά αφοσιωμένο στο θέμα αλλά, έως σήμερα, μη εκπροσωπούμενο.