Παρέμβαση του
Γιώργου Δημητρίου - ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ στην Εκδήλωση / Συζήτηση με θέμα τα
«Αθηναϊκά Ποτάμια», Αλυσίδα Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ, Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2023
Είναι
γνωστό τοις πάση ότι, στη χώρα μας, η αντιμετώπιση των ρεμάτων - είτε
πρόκειται για καθαρισμό, είτε για διευθέτηση - αναπτύσσεται στο
πεδίο της αναχρονιστικής πεποίθησης ότι η διατήρηση ή και η αύξηση της φυσικότητας
τους βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με το πρόβλημα της υδραυλικής ασφάλειας.
Έτσι, η εσφαλμένη αυτή πεποίθηση, που ενέπνευσε για δεκαετίες τις πολιτικές
μείωσης του πλημμυρικού κινδύνου, συνεχίζει να προσφέρει το άλλοθι σε
κυβερνήσεις και αυτοδιοικήσεις να πραγματοποιούν παρεμβάσεις καταστροφικών
περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αγνοώντας συνειδητά κοινοτικές οδηγίες, αποφάσεις
ανώτατων δικαστηρίων, αλλά και τις διεθνείς πρακτικές αναφορικά με την
σπουδαιότητα της συμβολής των φυσικών συστημάτων - βιοποικιλότητας και
οικοσυστημάτων - στην αναχαίτηση του πλημμυρικού κινδύνου,
στην ποιότητα ζωής και εν κατακλείδι στην προσαρμογή στην κλιματική
αλλαγή.
Πρόκειται
για πεποίθηση – «χρήσιμο» δόγμα – που έχει εκλείψει πλέον στις σύγχρονες
ευρωπαϊκές πολιτείες από τη στιγμή που τεκμηριώθηκε ότι μόνο η διατήρηση
της φύσης και της φυσιολογίας του ρέματος είναι σε θέση να
διασφαλίσει ταυτόχρονα την υδραυλική ασφάλεια και την πολύτιμη για τη
ζωή οικολογική του συνέχεια, με άμεση συνέπεια την ανάπτυξη των
σύγχρονων, «φυσικών» τεχνικών διευθέτησης, που επαναφέρουν το
αλλοιωμένο ή κατεστραμμένο ρέμα - σε κοίτη ή και σε πρανή - στην
πρότερη ή και στην συμφέρουσα από την συγκυρία, φυσική κατάσταση.
Η
ανασκόπηση γύρω την μετεξέλιξη της θεώρησης και των πρακτικών διευθέτησης
των ρεμάτων, ήταν και το αντικείμενο της παρέμβασης του Γιώργου Δημητρίου και της ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ στην ενδιαφέρουσα Εκδήλωση/Συζήτηση «Τα Άγνωστα Αθηναϊκά Ποτάμια» που πραγματοποιήθηκε στον φιλόξενο χώρο της «Αλυσίδας
Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ» την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου. Γιατί, αν πολλά από τα Αθηναϊκά
Ποτάμια που διέσχιζαν κάποτε το λεκανοπέδιο παραμένουν πρακτικά άγνωστα, τα
γνωστά κινδυνεύουν να περάσουν γρήγορα στην ανυπαρξία, θύματα της αναχρονιστικής
πεποίθησης που αλλού έχει εκλείψει.
---------------------------------------------------------------
Κάποτε η Αθήνα είχε πολλά ρέματα και πολλά
ποτάμια. Στις αρχές του
περασμένου αιώνα διέσχιζαν την Αθήνα γύρω στα 700 ρέματα - χείμαρροι και
ποτάμια. Από τότε έως σήμερα, σημαντικά τους τμήματα μπαζώθηκαν, γίνανε
οικόπεδα ή υπογειοποιήθηκαν κάτω από κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, με
αποτέλεσμα να χαθούν 850 χιλιόμετρα υδάτινων δρόμων και, έτσι, τα 700
ρέματα του 1900 να καταλήξουν στα σημερινά 430, στην
συντριπτική τους πλειοψηφία σε δραματικό κίνδυνο διατήρησης ως φυσικό
κεφάλαιο και οικοσυστήματα. Ο κύριος εχθρός τους είναι η Πολιτεία και οι κεντρικές και περιφερειακές
διοικήσεις, με λίγα λόγια, η διαχρονική απουσία πολιτικών γης συναρτήσει
των περιβαλλοντικών δυναμικών του χώρου που συνοψίζονται σε μία παρωχημένη προσέγγιση
της διαχείρισης των οδών του νερού, της πλημμύρας και του πλημμυρικού
κινδύνου η οποία διατηρείται εγκληματικά ως κόρη οφθαλμού ακόμη και σήμερα.
Μακριά
από τη διεθνή εμπειρία και σε απομόνωση από τις διεθνείς εξελίξεις, η ελληνική
Πολιτεία συνεχίζει να βασίζει – ακόμη και σήμερα - τη διαχείριση των δρόμων
του νερού στην πεποίθηση της αναπόφευκτης σύγκρουσης μεταξύ φυσικότητας
και υδραυλικής ασφάλειας, μεταξύ της διατήρησης της οικολογικής τους
ακεραιότητας και της υπεράσπισης της ανθρώπινης ζωής, μία παρωχημένη
πεποίθηση που κυριάρχησε για δεκαετίες στο πεδίο των πολιτικών υδραυλικής
παρέμβασης του περασμένου αιώνα, δίνοντας
το «ευγενές» άλλοθι σε παρεμβάσεις καταστροφικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε
επίπεδο πανίδας, χλωρίδας, βιοποικιλότητας, τοπίου, μικροκλίματος και
ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή. Και όλα αυτά :
1. Παρά τις σχετικές κοινοτικές
οδηγίες, τις «λευκές» και «πράσινες βίβλους» και τις σύγχρονες
διεθνείς πρακτικές σχετικά με την αξιοποίηση των φυσικών συστημάτων για την αναχαίτηση
του πλημμυρικού κινδύνου και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
2. Σε παραβίαση της
κοινοτικής νομολογίας, όπως συνοψίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας για τα
νερά, τις πλημύρες και τους κινδύνους πλημμύρας - 2007/60/ - του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007.
3. Σε παραβίαση της κοινοτικής Οδηγίας περί επικαιροποίησης των
«Σχέδιων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής», σύμφωνα με τους στόχους της
«Στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030», η οποία καλεί
στην «εφαρμογή του νομικού πλαισίου της ΕΕ για τα ύδατα και τη φύση με την
αποκατάσταση τουλάχιστον 25.000 χλμ. ποταμών» σε όλα τα κράτη μέλη, μέσω της
άρσης των φραγμών και της αποκατάστασης των πλημμυροπεδιάδων.
4. Παρά την πάγια
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που επιβάλλει την αποκατάσταση
των ρεμάτων στη φυσική τους κοίτη, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση έργων
λόγω μη επάρκειας της κοίτης, όχι όμως λόγω παράνομων καταπατήσεων – επιχώσεις,
δημόσια και ιδιωτικά έργα εντός της κοίτης ή σε μη επιτρεπόμενη απόσταση.
5. Παρά την πάγια
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που επιβάλλει την οριοθέτηση
των ρεμάτων ως συνόλων και αποκλειστικά και μόνο ακώλυτα λειτουργούντα
– με ασφάλεια και πολυεπίπεδα - ως οικοσυστήματα.
Η προσέγγιση στη διαχείριση των δρόμων
του νερού – ρέματα και ποτάμια - έχει αλλάξει ριζικά τις τελευταίες 10ετίες
ανά την Ευρώπη. Η επανεκτίμηση αξιών
και ο επανορισμός εννοιών με όρους βιωσιμότητας, η συνεχής
επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχετική
επιστημονική τεκμηρίωση, η πίεση οργανώσεων και κινημάτων και η ανάγκη
διαχείρισης νέων παραμέτρων όπως η κλιματική αλλαγή και η ανθεκτικότητα,
οδήγησαν στην παγίωση μιας άλλης προσέγγισης, απόλυτα συνεπούς ως προς όλες εκείνες τις
περιβαλλοντικές, οικολογικές και τοπιακές αξίες που χαρακτηρίζουν
τους δρόμους του νερού.
- Οι δρόμοι του νερού αναγνωρίστηκαν ως ζωντανοί
οργανισμοί, με τις ισορροπίες και τις ανισορροπίες τους, τις λειτουργίες
και τις διαχρονικές αξίες τους.
- Οι δρόμοι του νερού αναγνωρίστηκαν
ως βασικοί παράγοντες στην επίτευξη της ανθεκτικότητας και της αναχαίτησης
και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή
- Οι δρόμοι του νερού αναβαθμίστηκαν σε ευαίσθητα
τοπία. Παύουν να είναι κοίτες που δέχονται νερό και ανάγονται στην
πραγματική τους διάσταση, εκείνη των πολύπλοκων συστημάτων πόρων που
ενσωματώνουν περιβαλλοντικές, οικολογικές και χωρικές αξίες,
περιβαλλοντικών, οικολογικών και χωρικών σχέσεων. Αναγνωρίστηκε πλέον ως
θέσφατο ότι, πέρα από τον αδιαμφισβήτητο φυσικό και οικολογικό τους χαρακτήρα, καθορίζουν
τη δομή και τη διαμόρφωση συγκεκριμένων χωρικών μοτίβων και ένα θεμελιώδες
σύστημα σχέσεων και αξιών με τον χώρο, εντασσόμενοι κατά συνέπεια ακόμη και στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο.