Παρέμβαση του
Γιώργου Δημητρίου - ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ στην Εκδήλωση / Συζήτηση με θέμα τα
«Αθηναϊκά Ποτάμια», Αλυσίδα Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ, Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2023
Είναι
γνωστό τοις πάση ότι, στη χώρα μας, η αντιμετώπιση των ρεμάτων - είτε
πρόκειται για καθαρισμό, είτε για διευθέτηση - αναπτύσσεται στο
πεδίο της αναχρονιστικής πεποίθησης ότι η διατήρηση ή και η αύξηση της φυσικότητας
τους βρίσκεται σε διαρκή σύγκρουση με το πρόβλημα της υδραυλικής ασφάλειας.
Έτσι, η εσφαλμένη αυτή πεποίθηση, που ενέπνευσε για δεκαετίες τις πολιτικές
μείωσης του πλημμυρικού κινδύνου, συνεχίζει να προσφέρει το άλλοθι σε
κυβερνήσεις και αυτοδιοικήσεις να πραγματοποιούν παρεμβάσεις καταστροφικών
περιβαλλοντικών επιπτώσεων, αγνοώντας συνειδητά κοινοτικές οδηγίες, αποφάσεις
ανώτατων δικαστηρίων, αλλά και τις διεθνείς πρακτικές αναφορικά με την
σπουδαιότητα της συμβολής των φυσικών συστημάτων - βιοποικιλότητας και
οικοσυστημάτων - στην αναχαίτηση του πλημμυρικού κινδύνου,
στην ποιότητα ζωής και εν κατακλείδι στην προσαρμογή στην κλιματική
αλλαγή.
Πρόκειται
για πεποίθηση – «χρήσιμο» δόγμα – που έχει εκλείψει πλέον στις σύγχρονες
ευρωπαϊκές πολιτείες από τη στιγμή που τεκμηριώθηκε ότι μόνο η διατήρηση
της φύσης και της φυσιολογίας του ρέματος είναι σε θέση να
διασφαλίσει ταυτόχρονα την υδραυλική ασφάλεια και την πολύτιμη για τη
ζωή οικολογική του συνέχεια, με άμεση συνέπεια την ανάπτυξη των
σύγχρονων, «φυσικών» τεχνικών διευθέτησης, που επαναφέρουν το
αλλοιωμένο ή κατεστραμμένο ρέμα - σε κοίτη ή και σε πρανή - στην
πρότερη ή και στην συμφέρουσα από την συγκυρία, φυσική κατάσταση.
Η
ανασκόπηση γύρω την μετεξέλιξη της θεώρησης και των πρακτικών διευθέτησης
των ρεμάτων, ήταν και το αντικείμενο της παρέμβασης του Γιώργου Δημητρίου και της ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ
ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ στην ενδιαφέρουσα Εκδήλωση/Συζήτηση «Τα Άγνωστα Αθηναϊκά Ποτάμια» που πραγματοποιήθηκε στον φιλόξενο χώρο της «Αλυσίδας
Πολιτισμού ΙΑΝΟΣ» την Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου. Γιατί, αν πολλά από τα Αθηναϊκά
Ποτάμια που διέσχιζαν κάποτε το λεκανοπέδιο παραμένουν πρακτικά άγνωστα, τα
γνωστά κινδυνεύουν να περάσουν γρήγορα στην ανυπαρξία, θύματα της αναχρονιστικής
πεποίθησης που αλλού έχει εκλείψει.
---------------------------------------------------------------
Κάποτε η Αθήνα είχε πολλά ρέματα και πολλά
ποτάμια. Στις αρχές του
περασμένου αιώνα διέσχιζαν την Αθήνα γύρω στα 700 ρέματα - χείμαρροι και
ποτάμια. Από τότε έως σήμερα, σημαντικά τους τμήματα μπαζώθηκαν, γίνανε
οικόπεδα ή υπογειοποιήθηκαν κάτω από κεντρικούς δρόμους της πρωτεύουσας, με
αποτέλεσμα να χαθούν 850 χιλιόμετρα υδάτινων δρόμων και, έτσι, τα 700
ρέματα του 1900 να καταλήξουν στα σημερινά 430, στην
συντριπτική τους πλειοψηφία σε δραματικό κίνδυνο διατήρησης ως φυσικό
κεφάλαιο και οικοσυστήματα. Ο κύριος εχθρός τους είναι η Πολιτεία και οι κεντρικές και περιφερειακές
διοικήσεις, με λίγα λόγια, η διαχρονική απουσία πολιτικών γης συναρτήσει
των περιβαλλοντικών δυναμικών του χώρου που συνοψίζονται σε μία παρωχημένη προσέγγιση
της διαχείρισης των οδών του νερού, της πλημμύρας και του πλημμυρικού
κινδύνου η οποία διατηρείται εγκληματικά ως κόρη οφθαλμού ακόμη και σήμερα.
Μακριά
από τη διεθνή εμπειρία και σε απομόνωση από τις διεθνείς εξελίξεις, η ελληνική
Πολιτεία συνεχίζει να βασίζει – ακόμη και σήμερα - τη διαχείριση των δρόμων
του νερού στην πεποίθηση της αναπόφευκτης σύγκρουσης μεταξύ φυσικότητας
και υδραυλικής ασφάλειας, μεταξύ της διατήρησης της οικολογικής τους
ακεραιότητας και της υπεράσπισης της ανθρώπινης ζωής, μία παρωχημένη
πεποίθηση που κυριάρχησε για δεκαετίες στο πεδίο των πολιτικών υδραυλικής
παρέμβασης του περασμένου αιώνα, δίνοντας
το «ευγενές» άλλοθι σε παρεμβάσεις καταστροφικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε
επίπεδο πανίδας, χλωρίδας, βιοποικιλότητας, τοπίου, μικροκλίματος και
ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή. Και όλα αυτά :
1. Παρά τις σχετικές κοινοτικές
οδηγίες, τις «λευκές» και «πράσινες βίβλους» και τις σύγχρονες
διεθνείς πρακτικές σχετικά με την αξιοποίηση των φυσικών συστημάτων για την αναχαίτηση
του πλημμυρικού κινδύνου και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
2. Σε παραβίαση της
κοινοτικής νομολογίας, όπως συνοψίζεται στο άρθρο 9 της οδηγίας για τα
νερά, τις πλημύρες και τους κινδύνους πλημμύρας - 2007/60/ - του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007.
3. Σε παραβίαση της κοινοτικής Οδηγίας περί επικαιροποίησης των
«Σχέδιων Διαχείρισης Λεκάνης Απορροής», σύμφωνα με τους στόχους της
«Στρατηγικής της ΕΕ για τη βιοποικιλότητα με ορίζοντα το 2030», η οποία καλεί
στην «εφαρμογή του νομικού πλαισίου της ΕΕ για τα ύδατα και τη φύση με την
αποκατάσταση τουλάχιστον 25.000 χλμ. ποταμών» σε όλα τα κράτη μέλη, μέσω της
άρσης των φραγμών και της αποκατάστασης των πλημμυροπεδιάδων.
4. Παρά την πάγια
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που επιβάλλει την αποκατάσταση
των ρεμάτων στη φυσική τους κοίτη, με μόνη εξαίρεση την περίπτωση έργων
λόγω μη επάρκειας της κοίτης, όχι όμως λόγω παράνομων καταπατήσεων – επιχώσεις,
δημόσια και ιδιωτικά έργα εντός της κοίτης ή σε μη επιτρεπόμενη απόσταση.
5. Παρά την πάγια
νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας που επιβάλλει την οριοθέτηση
των ρεμάτων ως συνόλων και αποκλειστικά και μόνο ακώλυτα λειτουργούντα
– με ασφάλεια και πολυεπίπεδα - ως οικοσυστήματα.
Η προσέγγιση στη διαχείριση των δρόμων
του νερού – ρέματα και ποτάμια - έχει αλλάξει ριζικά τις τελευταίες 10ετίες
ανά την Ευρώπη. Η επανεκτίμηση αξιών
και ο επανορισμός εννοιών με όρους βιωσιμότητας, η συνεχής
επικαιροποίηση του θεσμικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η σχετική
επιστημονική τεκμηρίωση, η πίεση οργανώσεων και κινημάτων και η ανάγκη
διαχείρισης νέων παραμέτρων όπως η κλιματική αλλαγή και η ανθεκτικότητα,
οδήγησαν στην παγίωση μιας άλλης προσέγγισης, απόλυτα συνεπούς ως προς όλες εκείνες τις
περιβαλλοντικές, οικολογικές και τοπιακές αξίες που χαρακτηρίζουν
τους δρόμους του νερού.
- Οι δρόμοι του νερού αναγνωρίστηκαν ως ζωντανοί
οργανισμοί, με τις ισορροπίες και τις ανισορροπίες τους, τις λειτουργίες
και τις διαχρονικές αξίες τους.
- Οι δρόμοι του νερού αναγνωρίστηκαν
ως βασικοί παράγοντες στην επίτευξη της ανθεκτικότητας και της αναχαίτησης
και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή
- Οι δρόμοι του νερού αναβαθμίστηκαν σε ευαίσθητα
τοπία. Παύουν να είναι κοίτες που δέχονται νερό και ανάγονται στην
πραγματική τους διάσταση, εκείνη των πολύπλοκων συστημάτων πόρων που
ενσωματώνουν περιβαλλοντικές, οικολογικές και χωρικές αξίες,
περιβαλλοντικών, οικολογικών και χωρικών σχέσεων. Αναγνωρίστηκε πλέον ως
θέσφατο ότι, πέρα από τον αδιαμφισβήτητο φυσικό και οικολογικό τους χαρακτήρα, καθορίζουν
τη δομή και τη διαμόρφωση συγκεκριμένων χωρικών μοτίβων και ένα θεμελιώδες
σύστημα σχέσεων και αξιών με τον χώρο, εντασσόμενοι κατά συνέπεια ακόμη και στο
πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για το Τοπίο.
Η πεποίθηση της διαρκούς σύγκρουσης
μεταξύ της προστασίας της φυσικότητας των «δρόμων του νερού» και
του προβλήματος της υδραυλικής ασφάλειας κρίθηκε ως παρωχημένο ψευδοδίλλημα
και εξέλειψε οριστικά και αμετάκλητα. Με μότο «περισσότερη φύση για
περισσότερη ασφάλεια» και οδηγό τις κοινοτικές οδηγίες περί Υδάτων,
περί Βιοποικιλότητας και περί Κλιματικής Αλλαγής, παγιώθηκε πλέον
το δόγμα ότι «η καλύτερη άμυνα από τις «οδούς του νερού» επιτυγχάνεται μέσω
της υπεράσπισης των «οδών του νερού». Με λίγα λόγια, η υδρολογική
ρύθμιση σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης σε συνδυασμό με την υιοθέτηση
τεχνικών βελτιστοποίησης της φυσικότητας των «οδών του νερού» ή
και επαναφυσικοποίησης της κατεστραμμένης δομής τους, κρίθηκε ως μοναδική
μέθοδος παρέμβασης σε θέση να ικανοποιήσει ταυτόχρονα την υδρολογική
ασφάλεια και την διατήρηση της οικολογίας τους, ως πολύπλοκων συστημάτων
πόρων που ενσωματώνουν περιβαλλοντικές, οικολογικές και χωρικές
αξίες. «Μετά ένα σχεδόν αιώνα βίας και υποβάθμισης των δρόμων του νερού», έγραφε
προ καιρού ένας από τους πρωτοπόρους στο πεδίο της Χωροταξίας, των
περιβαλλοντικών πολιτικών και των πολιτικών του χώρου, «η κοινωνία
ανακαλύπτει εκ νέου τον αναντικατάστατο οικολογικό ρόλο των δρόμων του νερού -
αναγνωρισμένο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 στο πλαίσιο του
Ευρωπαϊκού Οικολογικού Δικτύου Natura 2000 - μαζί την
αναντικατάστατη συμβολή τους στη δόμηση του Τοπίου και ουσιαστικών, αναγνωρίσιμων,
πολιτιστικών υποδομών.»
Γεννήθηκε έτσι η σύγχρονη τεχνική της Φυσικής
Μηχανικής - ή Οικομηχανικής - ως
μέθοδος της χρήσης της φυσικής βλάστησης σε συνδυασμό με άλλα υλικά -
ξύλο, άχυρο, πέτρες, βιο-υφάσματα κ.λπ. – για την αντιμετώπιση των φαινόμενων
της διάβρωσης, της σταθεροποίησης και της ενίσχυσης των εδαφών και, εν
τέλει, της επαναφυσικοποίησης των δρόμων του νερού, η οποία
ενθαρρύνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της εφαρμογής της Common
Implementation Strategy της Οδηγίας για
τα ύδατα 200/60/EE. «Οι
σύγχρονες μέθοδοι διαχείρισης των δρόμων του νερού επιβάλλουν την χρήση των
τεχνικών της Φυσικής Μηχανικής, πέρα από τις γνωστές παρωχημένες μεθόδους
ισχυρού περιβαλλοντικού αποτυπώματος», καταλήγει ένα νομοθέτημα μιας μεγάλης
δυτικοευρωπαικής Περιφέρειας σχετικά με το θέμα της «Επαναφυσικοποίησης του
Τοπίου». «Οι τεχνικές της Φυσικής Μηχανικής προσφέρουν μοναδικές λύσεις
σχετικά με την σταθεροποίηση των πρανών και την προστασία από την διάβρωση,
μέσω της προγραμματικής φύτευσης αυτόχθονων φυτών σε υποδομές φυσικών υλικών
όπως το ξύλο και εν μέρει η πέτρα. Το ρόλο της καταλυτικής προστασίας
αναλαμβάνουν τα φυτά τα οποία, αναπτυσσόμενα, τείνουν να αντικαταστήσουν την
υποδομή μέσω του ριζικού τους συστήματος εξασφαλίζοντας την σταθεροποίηση του
πρανούς της όχθης και την αποστράγγιση των υπόγειων υδάτων. Το ζητούμενο σε
κάθε περίπτωση διευθέτησης των δρόμων του νερού είναι η διατήρηση της φύσης τους
και της φυσιολογίας τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η υδραυλική ασφάλεια και η
οικολογική συνέχεια στο εσωτερικό του οικοσυστήματος τους».
Από τις αρχές
της δεκαετίας του ’90 έως σήμερα, η Φυσική Μηχανική θεσμοθετήθηκε
σε μια πλειάδα χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαδόθηκε ταχύτατα ως κατ’
εξοχή μέθοδος επαναφυσικοποίησης πρανών, τοπίων και δρόμων του νερού με
εκπληκτικά αποτελέσματα, πέρασε ως διδακτέα σε Τεχνικά Λύκεια και Ανώτατες
Σχολές και αποτέλεσε τον λόγο σύστασης Εθνικών Ινστιτούτων και Επαγγελματικών
Ενώσεων σε Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Ελβετία, Αυστρία,
Γερμανία και Πορτογαλία, οι οποίες συγκρότησαν τον ανάλογο Φορέα
σε Ευρωπαικό επίπεδο, τον EFIB – European Federation of Soil Bioengineering.
Α.
Κύριοι στόχοι της Φυσικής Μηχανικής
1.
Η επανάκτηση της λειτουργικότητας των πεδίων εφαρμογής
της, όπως η σταθερότητα και η αντιδιαβρωτική ικανότητα πρανών και όχθης.
2.
Ο οικολογικός χαρακτήρας της επέμβασης
καθόσον οι μέθοδοι που χρησιμοποιεί δεν συνίστανται στην απλή κάλυψη συμβατικών
έργων με πράσινο αλλά στην επίλυση του προβλήματος μέσω της
ανάπλασης-αποκατάστασης των οικοτόπων με χρήση αυτόχθονων φυτικών ειδών.
3. Η
προστασία του τοπίου, καθόσον υιοθετεί μεθόδους φυσιολογικής
επανενσωμάτωσης του χώρου επέμβασης στο τοπίο, μέσω της χρήσης αυτόχθονων
φυτικών ειδών.
4.
Η οικονομικότητα της επέμβασης καθόσον
υιοθετεί μεθόδους εναλλακτικές μεν ως προς τις γνωστές συμβατικές – τοιχία από
οπλισμένο σκυρόδεμα, πασσαλοστηρίξεις κ.λ.π. - αλλά σαφώς ανταγωνιστικές από
οικονομικής σκοπιάς.
Ωστόσο, ένα έργο χαρακτηρίζεται έργο Φυσικής Μηχανικής μόνο όταν ικανοποιεί τουλάχιστον
τους δύο πρώτους από τους στόχους. Εάν σε ένα έργο λείπει η χρήση αυτόχθονων
ζωντανών φυτικών ειδών το έργο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί έργο Φυσικής Μηχανικής.
Β.
Τύποι επέμβασης μέσω της Φυσικής Μηχανικής
Τρείς είναι οι τύποι επέμβασης που
πραγματοποιούνται με χρήση των τεχνικών της Φυσικής Μηχανικής :
1. Επέμβαση επαναφυσικοποίησης, ή επανάκτησης της λειτουργικότητας οικότοπων,
βιότοπων και οικοσυστημάτων, όπως η αποκατάσταση της κατεστραμμένης δομής ενός υγρότοπου
ή μιας δασικής περιοχής μετά από την κατασκευή μιας νέας υποδομής.
2. Επέμβαση επανάκτησης της λειτουργικότητας, ή δημιουργίας αντιδιαβρωτικών
συστημάτων και συστημάτων σταθεροποίησης, με παράλληλη αποκατάσταση των τοπικών
οικοσυστημάτων.
3. Επέμβαση αποκατάστασης της συνέχειας οικότοπων, όπως η δημιουργία
υπόγειων διαβάσεων αμφίβιων ή και υπερυψωμένων διαβάσεων οπληφόρων σε οδικές
αρτηρίες, συστήματα ανόδου ιχθύων σε ποτάμια κ.λ.π.
Γ.
Διαφορές των τεχνικών της Φυσικής Μηχανικής» από εκείνες
των συμβατικών μεθόδων επέμβασης
Η τεχνικές επέμβασης της Φυσικής Μηχανικής διαφοροποιούνται ριζικά
από εκείνες των συμβατικών μεθόδων, καθόσον επιτρέπουν τη λειτουργική
αποκατάσταση του πεδίου εφαρμογής παράλληλα με την οικολογική αποκατάσταση των
οικότοπων και των οικοσυστημάτων τους, χάριν της της χρήσης των ζωντανών,
αυτόχθονων, φυτικών ειδών. Τον θεμελιώδη παράγοντα της επιτυχίας της επέμβασης
αποτελούν οι εποχικές αναλύσεις του πεδίου εφαρμογής, με ιδιαίτερη προσοχή στα
φυτικά του είδη, για να διασφαλιστεί η ορθή ανάπτυξη του ριζικού συστήματος και
του φυλλώματος των ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση του εδάφους
και την προστασία του από την υδατική διάβρωση.
Η βοτανική
ανάλυση του πεδίου εφαρμογής βασίζεται στις αρχές της φυτικής οικολογίας και της φυτο-κοινωνιολογίας,
έτσι ώστε να καθοριστούν τα είδη που θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της
επέμβασης. Ως συνήθως, χρησιμοποιούνται είδη που αναπτύσσονται αυθόρμητα επί
τόπου, λαμβάνοντας υπόψη ότι ορισμένα είδη παρουσιάζουν καλύτερα βιοτεχνικά χαρακτηριστικά από άλλα.
Κλασσική περίπτωση αποτελεί η χρήση θαμνοειδών
και ποoειδών
- αγρωστωδών και κυαμοειδών.
H Φυσική Μηχανική αποτελεί πολυτομεακή,
τεχνο-επιστημονική, κατηγορία, που χρησιμοποιεί δεδομένα υπολογισμού και
ανάλυσης πολλών και διαφορετικών τεχνο-επιστημονικών τομέων. Οι κυριότεροι
τομείς που στηρίζουν τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των έργων Φυσικής Μηχανικής είναι οι εξής :
α. Γεωμηχανική, Λιθολογία΄
β. Γεωμορφολογία, Υδρολογία.
γ.
Κλιματολογία (τοπικό
μικροκλίμα).
δ. Γεωπονική, Δασολογία
ε. Γεωτεχνική
στ. Υδραυλική.
ζ. Βιοτεχνική φυτικών ειδών.
η. Τεχνολογία Υλικών.
Δ.
Το κόστος των έργων Φυσικής Μηχανικής
Το κόστος των έργων Φυσικής Μηχανικής περιλαμβάνει, ευνόητα, το κόστος μελέτης και επίβλεψης, το κόστος κατασκευής
και, φυσικά, το κόστος συντήρησης.
1. Το κόστος
μελέτης και επίβλεψης των έργων Φυσικής Μηχανικής κυμαίνεται μεταξύ του
15% και του 25% του συνολικού κόστους.
2. Το κόστος
κατασκευής ποικίλει ανάλογα με την υιοθετούμενη μέθοδο και περιλαμβάνει το
κόστος της προμήθειας του επιλεγμένου φυτικού υλικού, της προεργασίας του, το
κόστος του αναγκαίου μηχανικού εξοπλισμού και την δαπάνη εργασίας για την
κατασκευή.
3. Το κόστος
συντήρησης κατά τα πρώτα 2-3
χρόνια μετά πέρας της υλοποίησης του έργου είναι κατά 40-50% υψηλότερο από εκείνο ενός αντίστοιχου συμβατικού έργου,
καθόσον η χρήση ζωντανών φυτών απαιτεί φροντίδα κατά τα πρώτα στάδια μετά τη
φύτευση. Η συντήρηση σε αυτή τη φάση εξαρτάται μεν από το είδος των
χρησιμοποιούμενων φυτών, αλλά περιλαμβάνει απαραίτητα τις εξής εργασίες :
- Λίπανση, η οποία εξαρτάται, σε ποσότητα και
συχνότητα, από τα είδη των επιλεγμένων φυτών. Συνήθως πραγματοποιείται 3 φορές
ετησίως.
- Αρδευση, η οποία αποτελεί συνάρτηση του είδους
των χρησιμοποιούμενων φυτών και του τοπικού κλίματος και βαίνει από την απλή
εξασφάλιση της ελάχιστης απαιτούμενης υγρασίας στα ριζικά στελέχη των φυτεύσεων
έως την συστηματική άρδευση.
- Σκάλισμα, για την διευκόλυνση της αρχικής
ανάπτυξης του ριζικού συστήματος. Η απαίτηση σκαλίσματος μπορεί να μετριαστεί
μέσω της υιοθέτησης διαφόρων οικολογικών τεχνικών.
- Κλάδεμα, το οποίο εξαρτάται από το είδος των
χρησιμοποιούμενων φυτών.
Συνολικά, το κόστος σχεδιασμού,
κατασκευής και συντήρησης των έργων Φυσικής
Μηχανικής αποδεικνύεται μικρότερο από εκείνο των αντίστοιχων συμβατικών
κατασκευών ενώ τα οφέλη ασυγκρίτως μεγαλύτερα και διαχυμένα στον χρόνο.
Σε κάθε
περίπτωση οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ένα έργο διευθέτησης δρόμου νερού
με χρήση των τεχνικών της Φυσικής
Μηχανικής οφείλει να προγραμματίζεται συνολικά, σε επίπεδο υδρολογικής λεκάνης, με στόχο την επαναφυσικοποίηση. Το έργο οφείλει να
περιλάβει τόσο αντιδιαβρωτικές παρεμβάσεις
με χρήση φυτικής βλάστησης, όσο και
παρεμβάσεις μορφολογικής διαφοροποίησης
- στην διατομή της κοίτης ή και κατά μήκος του τμήματος παρέμβασης - με στόχο
την αύξηση της βιοποικιλότητας και
την επανασύνδεση των οικολογικών δικτύων.
Το έργο, με λίγα λόγια, προγραμματίζεται βάσει της στενής σχέσης μεταξύ μορφολογικής διαφοροποίησης και αύξησης
της βιοποικιλότητας, ακριβώς στον
αντίποδα των έργων που στηρίζονται στην ευθυγράμμιση και στην επακόλουθη
τσιμεντοποίηση. Σε αυτό τον τύπο έργων, η υγρόφιλη
βλάστηση δεν θεωρείται εμπόδιο στην ροή των υδάτων αλλά πολύτιμος πόρος,
υδραυλικού ενδιαφέροντος, για την ευέλικτη προστασία των πρανών της κοίτης.
«Ο στόχος κάθε παρέμβασης διευθέτησης
ενός δρόμου του νερού με χρήση των τεχνικών της Φυσικής Μηχανικής», καταλήγει
δημοσίευση επί του θέματος Ινστιτούτου Ποτάμιας Αναβάθμισης κράτους
μέλους ΕΕ, «οφείλει να είναι η επαναφορά στην φυσική του κατάσταση,
έτσι ώστε να διατηρεί μία φυσική υδρομορφολογική δυναμική με τις διαδικασίες
διάβρωσης, καθίζησης και μεταφοράς αδρανών και την φυσική του ποικιλία σε υγρόφιλους
οικότοπους.»
Γιώργος Δημητρίου
πρ.Περιφερειακός Σύμβουλος Αττικής
Επικεφαλής «ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ»
«Οικολογική Συμμαχία».
- Για την «Οικολογική Μετάβαση» σε μία κοινωνία βιώσιμης ευημερίας.
- Για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον.
contact@oikologiki-symmaxia.gr