Για την Περιφέρεια της Κοινωνίας των Πολιτών, Για την περιφερειακότητα και τον περιφερισμό, Για τις πολιτικές της αειφορίας και της «Οικολογικής Μετάβασης» σε μία κοινωνία της βιώσιμης ευημερίας, Της συμμετοχικής δημοκρατίας και της δημοκρατίας του διαδικτύου, Της κυκλικής οικονομίας και της βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής, Της προστασίας και της ανάδειξης του φυσικού κεφαλαίου, Της αγρο-οικολογίας, Της διαχείρισης των υδατικών πόρων, Της οικο-κίνησης, Της συνειδητοποίησης της αξίας του εδάφους και της αναγέννησης των οικιστικών συνόλων, Της οικολογικής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, Των περιβαλλοντικών ελέγχων, Των οικολογικών δικτύων, Της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, Της ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ζώων, Της πραγματικής οικονομίας, κυκλικής, κοινωνικής και συνδεδεμένης με τις χωρικές και τοπικές ρίζες του παραγωγικού συστήματος, της μεταστροφής του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και της μικρής παραγωγικής αλυσίδας, οριοθετούμενης στο πεδίο των κοινωνικών και περιβαλλοντικών απαιτήσεων και αναγκών, Της διάχυσης των πολιτικών της «Οικολογικής Μετάβασης» σε όλους τους τομείς και όλα τα επίπεδα της πολιτικής της διακυβέρνησης, Για τον άνθρωπο και το περιβάλλον

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2019

Η παγίδα του «περιβαλλοντικού κεϋνσιανισμού»




του Μπιλ Μπλάκγουότερ*

«Οι κεϋνσιανές πολιτικές», έγραφε ο Μάουρο Μποναιούτι, καθηγητής Οικολογικών Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Τουρίνου, συνιδρυτής της Ιταλικής Ένωσης Αποανάπτυξης και του Ιταλικού Δικτύου Αλληλέγγυας Οικονομίαςκαι ένας από τους πλέον γνωστούς εμπειρογνώμονες στο πεδίο της βιο-οικονομίας, «αποτέλεσαν την πιο σημαντική αντισταθμιστική διαδικασία απέναντι στις κοινωνικές ανισομέρειες που δημιούργησε η καπιταλιστική συσσώρευση κατά τον 20ο αιώνα. Το ίδιο σημαντικοί στάθηκαν από αυτή την σκοπιά και οι συνδικαλιστικοί αγώνες για την βελτίωση αποδοχών και συνθηκών εργασίας. Οφείλουμε όμως να ομολογήσουμε ότι, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή τους στην προστασία του οικονομικού συστήματος από τις κρίσεις του 20ου αιώνα, οι κεϋνσιανιές πολιτικές δεν είναι σε θέση να αποτελέσουν εργαλεία απάντησης στις προκλήσεις του 21ου. Ως πολλαπλασιαστικές της κατανάλωσης και, κατά συνέπεια, ενισχυτικές της ανάπτυξης, δεν μπορούν να συμβάλλουν παρά στην περαιτέρω επιδείνωση της τρέχουσας οικολογικής κρίσης. Οι συμβατικοί οικονομολόγοι - νεοκλασικής και κευνσιανής μήτρας - προβάλλουν το επιχείρημα ότι χάριν της τεχνολογικής εξέλιξης είναι εφικτή η αύξηση ενός είδους εναλλακτικής συστημικής παραγωγής και, ως εκ τούτου, η αισθητή μείωση της πίεσης στα οικοσυστήματα. Πρόκειται όμως για μία προσέγγιση που υποκρύπτει καίριες συστημικές παγίδες: η τεχνολογική εξέλιξη συνοδεύεται στην πραγματικότητα με μία αισθητή αύξηση της συνολικής κατανάλωσης ύλης/ενέργειας και των όσων περιβαλλοντικών της επιπτώσεων λόγω του γνωστού φαινόμενου της «αναπήδησης».

Ο περιβαλλοντικός κεϋνσιανισμός αποτελεί μια ευρεία σχολή σκέψης που υποστηρίζει ότι οι δημόσιες επενδύσεις σε πράσινους τομείς μπορεί να βγάλει την οικονομία από την ύφεση και να σώσει τον πλανήτη από την καταστροφή. Η οπτική του περιβαλλοντικού κεϋνσιανισμού απόκτησε μεγάλη απήχηση ως επί το πλείστον μετά την κατάρρευση της Λέμαν Μπρόδερς. Τον Οκτώβριο του 2008 το Περιβαλλοντικό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνώναποφάσισε την σύνταξη ενός καθολικού «Green New Deal» για τη εφαρμογή του οποίου απαίτησε από το G20 την παραχώρηση του 1% του παγκόσμιου ακαθάριστου προϊόντος. Μολονότι φαινομενικά λαμπρή, η οπτική αυτού του τύπου ενέχει ένα θεμελιώδες «λάθος» - παγίδα - καθόσον θεωρεί την οικονομική απόδοση ως εξάρτηση της συνεχούς αύξησης της οικονομίας της κατανάλωσης η οποία, εξορισμού, θεωρείται ως μη βιώσιμη από την σκοπιά της περιβαλλοντικήςπροσέγγισης. Ακόμη δε λιγότερο κατανοητή είναι η αρχή σύμφωνα με την οποία προσεγγίσεις αυτού του τύπου είναι μεν αποδεκτές από περιβαλλοντικής σκοπιάς αλλά είναι οικονομικά μη βιώσιμες. Στην πραγματικότητα, αυτό που είναι πραγματικά αναγκαίο είναι μια οποιαδήποτε μορφή κοινωνικοποιημένης επένδυσης που δεν εξαρτάται από την οπτική του οικονομικού οφέλους.


Οι 3 θεμελιακές αρχές του κεϋνσιανισμού

Όλες οι πολιτικές «συνταγές» αυτού του τύπου θεμελιώνονται σε 3 διακριτές αρχές που δεν ανάγονται αναγκαστικά στον Κέϋνς. 
1. Η πρώτη είναι εκείνη του πολλαπλασιαστικού φαινόμενου. Σύμφωνα με αυτή, η αύξηση της δημόσιας δαπάνης επιφέρει αύξηση της ιδιωτικής δαπάνης καθόσον η διάχυση περισσότερου χρήματος ωθεί στον πολλαπλασιασμό της δαπάνης για την απόκτηση ακόμη περισσότερων αγαθών και υπηρεσιών. Έτσι, οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να παρεμβαίνουν για την δημιουργία μεγαλύτερης αγοράς αγαθών και υπηρεσιών με στόχο την μεγιστοποίηση της ζήτησης μέσω της οικονομίας. Από την οπτική γωνία του περιβαλλοντικού κεϋνσιανισμού η δημόσια δαπάνη οφείλει να προσανατολίζεται σε έργα ικανά να αποφέρουν σαφές περιβαλλοντικό όφελος, όπως εκείνα σχετικά με τη θερμική θωράκιση των κτιρίων. 
2. Η δεύτερη αρχή είναι εκείνη που εμπνέει τον κλασσικό κεϋνσιανισμότων πολιτικών του Ρούσβελτ. Οι δημόσιες επενδύσεις του Νιού Ντηλ δεν στόχευαν μόνο στην βραχυπρόθεσμη τόνωση της οικονομίας μέσω της δημιουργίας ζήτησης αλλά, κυρίως, στην μακροπρόθεσμη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης, πρώτιστα μέσω της κατασκευής υποδομών – δρόμοι, φράγματα, γέφυρες κ.λπ.. Από αυτή την άποψη, ο περιβαλλοντικός κεϋνσιανισμόςπραγματοποιεί ένα περαιτέρω άλμα υποστηρίζοντας την ανάγκη υλοποίησης των επενδύσεων στο πεδίο των πράσινων υποδομών έτσι ώστε να δημιουργηθούν νέες κατευθύνσεις ανάπτυξης με σαφές περιβαλλοντικό όφελος. 
3. Η τρίτη αρχή επικαλύπτει την δεύτερη. Πηγάζει από την ιδέα ότι η μελλοντική ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας θα θεμελιώνεται στις τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Επενδύοντας στο πεδίο της έρευνας και ανάπτυξης από αυτή την οπτική γωνία, οι κυβερνήσεις θα είναι σε θέση να καταστήσουν τις οικονομίες τους ανταγωνιστικότερες σε διεθνές επίπεδο αποφέροντας ταυτόχρονα σημαντικό περιβαλλοντικό όφελος.

Οι βραχυπρόθεσμες «πράσινες» επενδύσεις και η κριτική των οπαδών της περιβαλλοντικής οπτικής

Το πολλαπλασιαστικό φαινόμενο στάθηκε η βάση πολυάριθμων «σχεδίων εθνικής ανάκαμψης» κατά το 2009, όπως εκείνο της αμερικανικής «Πράξης Ανάκτησης και Επανεπένδυσης». Πρόκειται για σχέδια τα οποία δέχθηκαν σκληρή κριτική από μέρους του περιβαλλοντικού κινήματος καθόσον έχαναν σχεδόν ολόκληρη την «πράσινη» διάσταση σε σύγκριση με το μέγεθος της επένδυσης σε περιοχές υψηλής ανθρακοποίησης.

Μία από τις πιο σκληρές κριτικές στην αρχή του πολλαπλασιαστικού φαινόμενουέγινε από τον Τιμ Τζάκσον, συγγραφέα του «Ευημερία δίχως ανάπτυξη». Ο Τζάκσον την αμφισβητεί ως εργαλείο περιβαλλοντικής προστασίας καθόσον η αύξηση του κέρδους από τις δημόσιες επενδύσεις αυξάνει ουσιαστικά την ζήτηση προϊόντων κάθε τύπου και επομένως συμβάλλει στην σημαντική αύξηση της έκκλησης αερίων θερμοκηπίου που προέρχεται από συμβατικούς κύκλους παραγωγής και κατανάλωσης. Παρά ταύτα, ο συγγραφέας στηρίζει σθεναρά τον περιβαλλοντικό κεϋνσιανισμό και την εγκυρότητα της δεύτερης και της τρίτης αρχής του, ως μοναδικό εργαλείο χρησιμοποίησης των «πράσινων» επενδύσεων για τον μακροπρόθεσμο μετασχηματισμό της οικονομίας.

Στην πραγματικότητα, οι ενδοιασμοί του Τζάκσον αναφορικά με την βραχυπρόθεσμη «πράσινη» προοπτική ισχύουν και μακροπρόθεσμα. Για να πετύχουν οι «πράσινες» επενδύσεις πρέπει να επιφέρουν οικονομικό όφελος, με λίγα λόγια θα πρέπει να οδηγήσουν στην αύξηση της οικονομίας της κατανάλωσης με εύλογες επιπτώσεις στους φυσικούς πόρους και, εν κατακλείδι, στο πεδίο της έκκλησης αερίων θερμοκηπίου.

Οι μακροπρόθεσμες «πράσινες» επενδύσεις από την σκοπιά της υποστηρικτών της οικονομικής οπτικής

Όσοι αιτούν «πράσινες» επενδύσεις στο πεδίο των υποδομών και της έρευνας και ανάπτυξης, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες. Σε μια πρώτη ανήκουν όσοι υποστηρίζουν ότι οι δημόσιες επενδύσεις αυτού του τύπου αποτελούν το κλειδί της οικονομικής ανάπτυξης – όπως ο Νίκολας Στερν. Η προσέγγιση των υποστηρικτών αυτής της κατηγορίας στηρίζεται στην συγκριτική αντιπαράθεση των «πράσινων» επενδύσεων με το κύμα των συμβατικών επενδύσεων των προηγούμενων δεκαετιών – σιδηρόδρομοι, αυτοκινητόδρομοι, ηλεκτρικά δίκτυα – και στο συμπέρασμα ότι οι «πράσινες» επενδύσεις θα οδηγήσουν σε μία νέα βιομηχανική επανάσταση.

Η προσέγγιση αυτού του τύπου παρουσιάζει εύλογα μια σειρά αντιφάσεων που την καθιστά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. 
α. Για την οικονομία της επιχείρησης και της οικογένειας, ο μεγαλύτερος αριθμός των «πράσινων» υποδομών - όπως τα αιολικά πάρκα - κοστίζει μόνο περισσότερο από τις αντίστοιχες συμβατικές. Για την οικονομία της επιχείρησης και της οικογένειας δεν θα υπάρξει καμία διαφορά εάν η ηλεκτρική ενέργεια που τους παρέχεται προέρχεται από ένα φωτοβολταικόή από μία λιγνιτική μονάδα. 
β. Τα παραπάνω οδηγούν σε μία δεύτερη αντίφαση. Οι υποστηρικτές των «πράσινων» επενδύσεων τείνουν να υποστηρίζουν ότι η δαπάνη για ενεργειακές υποδομές χαμηλών εκπομπών αερίων θερμοκηπίου θα οδηγήσει στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην ενίσχυση της οικονομίας. Στην πραγματικότητα όμως ο κύριος ωφελημένος από τις επενδύσεις αυτού του τύπου είναι ο ενεργειακό τομέας ο οποίος δεν χρειάζεται να απασχολήσει μεγάλο αριθμό ατόμων. 
γ. Κατά συνέπεια, η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και η ενίσχυση της οικονομίας μέσω των «πράσινων» επενδύσεων δεν σημαίνει παρά την σημαντική αύξηση της συμβατικής οικονομίας της κατανάλωσης, έτσι ώστε να αποσβεστεί το ταχύτερο δυνατό το σαφώς υψηλότερο κόστος τους ως προς τις συμβατικές επενδύσεις.

Οι μακροπρόθεσμες «πράσινες» επενδύσεις από την σκοπιά των υποστηρικτών της περιβαλλοντικής οπτικής


Σε μία δεύτερη ομάδα υποστηρικτών των «πράσινων» επενδύσεων στο πεδίο των υποδομών και της έρευνας και ανάπτυξης, ανήκουν όσοι δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στην προβληματική της προστασίας του περιβάλλοντος και λιγότερη στην οικονομική ανάπτυξη. Πρόκειται για τους υποστηρικτές της περιβαλλοντικής οπτικής στην οποία ανήκει και ο γνωστός Τιμ Τζάκσον. Οι βασικές αντιφάσεις της επιχειρηματολογίας αυτής της ομάδας είναι ακριβώς οι ίδιες με εκείνες που χαρακτηρίζουν της ομάδα της οικονομικής οπτικής καθόσον και αυτή θεμελιώνεται, ως επί το πλείστον, σε οικονομικά κριτήρια.

Η προσέγγιση των υποστηρικτών της περιβαλλοντικής οπτικής τείνει να δικαιολογήσει από οικονομικής σκοπιάς τις «πράσινες» επενδύσεις για τους παρακάτω λόγους : 
- λόγω του ότι τα ορυκτά καύσιμα θα είναι ολοένα και πιο ακριβά διότι ολοένα πιο σπάνια, 
- διότι η παρούσα, συνεχής και σχεδόν αποκλειστική, χρήση των ορυκτών καυσίμων θα παράξει αυξανόμενα οικονομικά κόστη και επικίνδυνα κλιματικά φαινόμενα και, 
- διότι είναι πιθανή μια αύξηση του κόστους του άνθρακααπό μέρους των κυβερνήσεων. 
Επιπλέον, η περιβαλλοντική οπτική υποστηρίζει ότι οι επενδύσεις σε ενεργειακά σχέδια χαμηλής έκκλησης διοξειδίου του άνθρακα θα επιφέρουν σημαντικό κέρδοςτο οποίο θα είναι τόσο μεγαλύτερο όσο μεγαλύτερο είναι το κόστος των ορυκτών καυσίμων ή και του φόρου άνθρακα.

Η βασική αντίφαση στην προσέγγιση αυτού τύπου έγκειται στην αγνόηση του φαινόμενου του «rebound» σύμφωνα με το οποίο «η αύξηση της αποδοτικότητας των πόρων, συναρτήσει της μείωσης του κόστους τους, τείνει να προκαλέσει αύξηση της ζήτησης». Εν ολίγοις, οι υποστηρικτές της περιβαλλοντικής οπτικής θεωρούν ότι οι επενδύσεις σε ενεργειακή αποδοτικότητα θα προκαλέσουν μείωση του κόστους τους δίχως να υπολογίζουν ότι η μετατροπή της μείωσης του κόστους σε κοινωνικό όφελοςεπιβάλλει την διάχυση της στην κοινωνία. Πως όμως θα ξοδέψουν το απρόσμενο κέρδος τους οι επιχειρήσεις και οι οικογένειες ; Μήπως η αύξηση της ατομικής κατανάλωσης και των επενδύσεων από τις επιχειρήσεις θα προκαλέσει περαιτέρω μη βιωσιμότητατης οικονομίας της κατανάλωσης;

Στην πραγματικότητα υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα που οδηγούν στην πεποίθηση ότι ένα ενεργειακό σύστημα χαμηλής εκπομπής εκπομπής αερίων είναι σαφώς ακριβότερο από το συμβατικό σε χρήση σήμερα – οι ανεμογεννήτριες, για παράδειγμα, δεν παράγουν ενέργεια απουσία ανέμου ενώ απαιτούν ακόμη λιγνιτικές μονάδες ή μονάδες φυσικού αερίου ως υποστηρικτικές δομές. Αυτό δεν σημαίνει άλλο παρά το ότι η υπολογιζόμενη μείωση του κόστους θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της απόσβεσης του μεγαλύτερου κόστους της ενέργειας. Δεν θα υπάρξει, κατά συνέπεια, καμία αύξηση της ζήτησης ενώ όλο το κόστος των επενδύσεων χαμηλών εκπομπών θα επιβαρύνει την οικονομία.


Η περιβαλλοντική μακροοικονομία

Σε γενικές γραμμές, οι υποστηρικτές της περιβαλλοντικής οπτικής παρερμηνεύουν τις συνέπειες της προσέγγισης τους. Συνειδητοποιούν μεν ότι η οικονομική οπτική δεν είναι βιώσιμη από περιβαλλοντικής σκοπιάς αλλά δεν αντιλαμβάνονται ότι και η δικιά τους προσέγγιση δεν είναι βιώσιμη το εσωτερικό μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Με λίγα λόγια, και αυτή η προσέγγιση τροφοδοτεί την ιδέα της «ανάπτυξης» κινούμενη, στην ουσία, σε μία άλλη οικονομική διάσταση από αυτή που διακηρύσσει.

Ο Τιμ Τζάκσον, για παράδειγμα, ενώ θεωρητικοποιεί μία οικονομία με μηδέν ανάπτυξη 
- οικονομία που συστέλλεται έως την περίφημη στατική κατάσταση - θεμελιώνει την προσέγγιση του στην αναμονή κέρδους από τις επενδύσεις χαμηλού περιεχομένου άνθρακα. Κέρδος όμως σημαίνει αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης και, κατά συνέπεια, οικονομική ανάπτυξη για τους εξής λόγους : 
- Εάν η οικονομία σταματήσει να αναπτύσσεται, θα επακολουθήσει μια αποπληθωριστική κατάρρευσηη οποία θα την οδηγήσει σε αναγκαστική συρρίκνωση.
- Η απόδοση μίας επένδυσης σε κάποιο οικονομικό τομέα απαιτεί την ανάπτυξη και άλλων οικονομικών τομέων. Τα αιολικά πάρκα, για παράδειγμα, θα αποφέρουν κέρδος από την κατανάλωση και, επομένως από την οικονομική ανάπτυξη, εταιριών και οικογενειών.
- Στην οπτική της συρρίκνωσης της οικονομίας, ακόμα και εάν αποδίδει μια επένδυση – όπως στον τομέα της κατασκευής φτερωτών αιολικών – ο επενδυτής θα μπορούσε μεν να κατακτήσει ένα μεγαλύτερο κομμάτι της μελλοντικής οικονομίας αλλά θα είναι σε θέση να αποκτήσει μία σαφώς μικρότερη αξία αγαθώνκαι υπηρεσιών. 
- Εάν η χρηματοδότηση των επενδύσεων προέρχεται από δανεισμόκαι όχι από εξοικονόμηση, τα μελλοντικά κέρδη θα πρέπει να είναι μεγαλύτερα από τα αρχικά κόστη πλέον των επιτοκίων του δανεισμού, πράγμα αδύνατο στο πλαίσιο μιας οικονομίας σε διαρκή συρρίκνωση, όπως διακηρύσσουν.


Συνοπτικά

Μολονότι φαίνεται να αποδίδουν από οικονομικής σκοπιάς, οι προτάσεις του περιβαλλοντικού κεϋνσιανισμού είναι, στην ουσία, καταστροφικές για το περιβάλλον. Παράλληλα, όσες από αυτές φαίνονται περιβαλλοντικά ωφέλιμες είναι, ταυτόχρονα, οικονομικά μη βιώσιμες στο πλαίσιο μιας καπιταλιστικής οικονομίας που απαιτεί μια συνεχή ανάπτυξη. Οι περιβαλλοντιστές που υποστηρίζουν την προσέγγιση αυτού του τύπου θεωρούν ότι οι προτάσεις τους είναι βιώσιμες τόσο από οικονομικής όσο και από περιβαλλοντικής σκοπιάς. Πρόκειται για μια λανθασμένη εκτίμηση που απορρέει από την σύγχυση μεταξύ του οφέλους από την αποφυγή επικίνδυνων κλιματικών αλλαγών και την αύξηση του κέρδουςπου θα προκαλούσαν οι αρχικές επενδύσεις. Η κλιματική αλλαγή συνδράμει στην δημιουργία νέου κόστους και η μείωση των μελλοντικών της επιπτώσεων δεν μπορεί σίγουρα να αποσβέσει το όποιο κόστος και να απελευθερώσει πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με άλλο τρόπο.

Ο περιβαλλοντικός κεϋνσιανισμός, με λίγα λόγια, αποτελεί μια αποτυχημένη προσπάθεια αυτό-διάσωσης του καπιταλισμού την στιγμή που δεν παρέχει πειστικές ενδείξεις ότι μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη στο πλαίσιο αυστηρών περιβαλλοντικών ορίων. Αυτό το οποίο απαιτείται είναι μία προσέγγιση πολύ πιο ριζοσπαστική, πολύ πέραν του κεϋνσιανισμού, τα πολιτικά εργαλεία της οποίας θα πρέπει να επικεντρωθούν στη διάσωση της καπιταλιστικής οικονομίας από τις περιοδικές της κρίσεις. Ο κεϋνσιανισμός στρέφεται αποκλειστικά και μόνο στην μεγέθυνση της ζήτησης ενώ η αντιμετώπιση του οικολογικού ζητήματοςαπαιτεί ακριβώς το αντίθετο.

Μπιλ Βλακγουότερ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ζει στο Λονδίνο. Είναι συνεκδότης της τριμηνιαίας επιθεώρησης «Renewal: A Journal of Social Democracy».