Για την Περιφέρεια της Κοινωνίας των Πολιτών, Για την περιφερειακότητα και τον περιφερισμό, Για τις πολιτικές της αειφορίας και της «Οικολογικής Μετάβασης» σε μία κοινωνία της βιώσιμης ευημερίας, Της συμμετοχικής δημοκρατίας και της δημοκρατίας του διαδικτύου, Της κυκλικής οικονομίας και της βιώσιμης ενεργειακής πολιτικής, Της προστασίας και της ανάδειξης του φυσικού κεφαλαίου, Της αγρο-οικολογίας, Της διαχείρισης των υδατικών πόρων, Της οικο-κίνησης, Της συνειδητοποίησης της αξίας του εδάφους και της αναγέννησης των οικιστικών συνόλων, Της οικολογικής ποιότητας προϊόντων και υπηρεσιών, Των περιβαλλοντικών ελέγχων, Των οικολογικών δικτύων, Της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, Της ουσιαστικής προστασίας των δικαιωμάτων των ζώων, Της πραγματικής οικονομίας, κυκλικής, κοινωνικής και συνδεδεμένης με τις χωρικές και τοπικές ρίζες του παραγωγικού συστήματος, της μεταστροφής του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης και της μικρής παραγωγικής αλυσίδας, οριοθετούμενης στο πεδίο των κοινωνικών και περιβαλλοντικών απαιτήσεων και αναγκών, Της διάχυσης των πολιτικών της «Οικολογικής Μετάβασης» σε όλους τους τομείς και όλα τα επίπεδα της πολιτικής της διακυβέρνησης, Για τον άνθρωπο και το περιβάλλον

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

Η Αειφόρος Απάτη *

Οι σημερινές δυσκολίες εφαρμογής του Green Deal δεν οφείλονται στην σύρραξη της Ουκρανίας, ούτε στην αυτοκαταστροφική στάση τη Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλα είναι τα αίτια και, για αυτό, θα ήταν χρήσιμο να ρίξουμε μια ματιά μισό αιώνα πίσω, την εποχή που διαφάνηκε σαφής η σοβαρότητα της οικολογικής κρίσης και η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης της.

--------------------------------------------------------------------

50 χρόνια από την διάχυση της «Οικολογικής Άνοιξης» στην Ευρώπη

Λίγοι γνωρίζουν ότι το 1972για 10 μήνεςΠρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν ο ριζοσπάστης οικολόγος Σίκο Μάνσχολτ, σοσιαλδημοκράτης και πρώην μπροστάρης των ολλανδών αγροτών στην επιλεγόμενη «πράσινη επανάσταση» στην γεωργία, ενάντια στην βιομηχανοποίηση και στα άφθονα χημικά του τομέα - https://european-union.europa.eu/principles-countries-history/history-eu/eu-pioneers/sicco-mansholt_el. Ο Μάνσχολτ είχε την τύχη να διαβάσει το προσχέδιο της έρευνας που είχε αναθέσει το Κλαμπ της Ρώμης στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης - η οποία θα δημοσιευθεί αργότερα με τίτλο «Τα όρια της Ανάπτυξης». Για τον Μάνσχολτ η ανάγνωση της έρευνας στάθηκε καταλυτική : Πείστηκε ότι η Ευρώπη και η βιομηχανοποιημένη Δύση έπρεπε να βάλουν φρένο στην υλική ανάπτυξη της οικονομίας, με λίγα λόγια στην αέναη κατανάλωση των φυσικών πόρων και στην διάχυση ρύπων και ότι θα πρέπει να προσανατολιστούν στην προοπτική της μηδενικής ή και «υπό μηδενικής» ανάπτυξης, πέρα από τον περιορισμό του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος ως το μόνου μέτρου κοινωνικής ευημερίας, με την υιοθέτηση ενός νέου δείκτη ευημερίας, της Ακαθάριστης Εθνικής Ευτυχίας - Buen Vivir θα λέγαμε σήμερα.

Με λίγα λόγια, ο Μάνσχολτ ερμήνευε το πνεύμα της εποχής, εκείνης την μοναδικής περιόδου ανάλυσης και προτάσεων που διαπερνούσε την Ευρώπη, δίκαια χαρακτηρισμένη από το Βραβείο Νόμπελ Τζιόρτζιο Νέμπια ως «Οικολογική Άνοιξη».

Αξίζει να σημειωθεί ότι 2 χρόνια νωρίτερα, το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε ανακηρύξει το 1970 ως Ευρωπαϊκό Έτος για τη Διατήρηση της Φύσης και των Πόρων της, στο πλαίσιο μιας Διάσκεψης στο Στρασβούργο, μεταξύ 9 και 12 Φεβρουαρίου 1970, η οποία ολοκληρώθηκε με μια απαιτητική Διακήρυξη για τη χρήση του χώρου και του ανθρώπινου περιβάλλοντος, που οδήγησε στην διοργάνωση σημαντικών εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών σε όλα τα κράτη μέλη. Στην Ιταλία, διοργανώθηκε ένα μεγάλο Διεθνές Συνέδριο, με τίτλο Ο Άνθρωπος και η Φύση και χιλιάδες συμμετέχοντες.

Ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Μάνσχολτ έδωσε την καταλυτική δημοσιοποίηση στον προβληματισμό μέσω μιας σημαντικής συνέντευξης στο «Le Nouvel Observateur» και της συμμετοχής σε μια μεγαλειώδη εκδήλωση χιλιάδων ανθρώπων τον Ιούνιο του 1972 στο Παρίσι, η θεματολογία των οποίων συνοψίστηκε σε ένα ειδικό τεύχος του «Le Nouvel Observateur» με τον σημαντικό τίτλο «Η τελευταία ευκαιρία της Γης». Παρών και ο νεαρός τότε Εντγκάρ Μορέν ο οποίος προχώρησε σε μία εντυπωσιακή συνέντευξη με τίτλο «1972, Έτος 1ο της Οικολογικής Εποχής», ενώ ο Αντρέ Γκορζ - με το ψευδώνυμο Μισέλ Μποσκέ – καταφερόταν ανοικτά εναντίον των «δαιμόνων της διαρκούς επέκτασης» αμφισβητώντας τη δυνατότητα της καπιταλιστικής οικονομίας να αποσυνδεθεί από το δόγμα της αέναης ανάπτυξης που αποτελεί το κύριο αίτιο της οικολογικής κρίσης.
 
Συνοδοιπόρος σε αυτή την οπτική ο Τζιόρτζιο Νέμπια ο οποίος στην παρουσίαση ενός κειμένου του Έντουαρντ Γκόλντσμιθ - ιδρυτή της αγγλικής επιθεώρησης «The Ecologist» - με τίτλο «Ο οικολογικός θάνατος. Σχέδιο επιβίωσης», σκιαγράφησε το οικολογικό ζήτημα ως άρρηκτα συνδεδεμένο με μία ανθρώπινη οικονομία ως ροή ύλης και ενέργειας που λαμβάνεται από τη φύση σε κατάσταση εξαιρετικής ποιότητας και επιστρέφεται στη φύση υποβαθμισμένη, συχνά μη επαναχρησιμοποιούμενη και επιβλαβή για το περιβάλλον και την ανθρώπινη υγεία. Ο Νέμπια διαπίστωνε ότι το μέγεθος της ροής είχε φθάσει το όριο της φέρουσας ικανότητας του πλανήτη και ως εκ τούτου ήταν απαραίτητο να ενσωματωθεί, σταθερή, σε ένα είδος κοινωνίας και οικονομίας σταθερότητας. Για πρώτη δε φορά, στην παρέμβαση του Νέμπια εμφανίζεται και ο όρος από-ανάπτυξη, αιρετικός τότε όπως αιρετικός ακόμη και σήμερα. «Η οικολογία είναι «ανατρεπτική» ακριβώς γιατί είναι αντικαταναλωτική και προτείνει την ικανοποίηση των αναγκών όχι μέσω της εκμετάλλευσης και της ληστείας, αλλά με μέτρο και συνετή χρήση των διαθέσιμων φυσικών πόρων», κατέληγε στην παρέμβαση του.

Αυτό ήταν το επίπεδο της συζήτησης στην Ευρώπη σχετικά με την οικολογική κρίση πριν από 50 περίπου χρόνια. Επρόκειτο για μια πρόκληση που διαφαινόταν ήδη κρίσιμη για τη μελλοντική μοίρα της ανθρωπότητας, όχι μόνο για να περιορίσει την επιθετικότητα του ανθρώπου στη φύση, αλλά και για να αποσοβήσει πιθανές συγκρούσεις μεταξύ λαών για την εκμετάλλευση πόρων ή και να απαιτηθεί μια πιο δίκαιη κατανομή τους.



Αυτή την περίοδο και σε αυτό το κλίμα, διοργανώθηκε η πρώτη Συνδιάσκεψη ΟΗΕ για το ανθρώπινο περιβάλλον. Η Συνδιάσκεψη οργανώθηκε μεταξύ 6 και 15 Ιουνίου 1972 στην Στοκχόλμη και χαρακτηρίστηκε από την ανοικτή σύγκρουση μεταξύ των εκπροσώπων του πρώτου και του τρίτου κόσμου. Οι αναπτυσσόμενες χώρες υποστήριζαν ότι το οικολογικό ζήτημα ήταν πρόβλημα των πλούσιων χωρών και, κατά συνέπεια, ήταν αυτές που έπρεπε να επωμιστούν το όλο κόστος. Είχαν εύλογα τον φόβο ότι το οικολογικό ζήτημα θα χρησίμευε ως πρόσχημα για να μειώσει τις δεσμεύσεις για μια εξισορρόπηση μεταξύ Βορρά και Νότου, εμποδίζοντας την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό τους. Από την πλευρά του πλούσιου Βορρά, αντίθετα, υποστηρίχθηκε ότι η όποια βοήθεια θα έπρεπε να τροποποιηθεί ριζικά, σε σχέση με το μοντέλο μαζικής εκβιομηχάνισης και αστικοποίησης και ότι οι στρατηγικές για την ανάπτυξη και το περιβάλλον δεν θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα εάν δεν προγραμματιζόταν η επιβράδυνση της δημογραφικής αύξησης. Η εκρηκτική σύγκρουση ήταν, με λίγα λόγια, μεταξύ πλουσίων και φτωχών, μεταξύ λευκών και μη λευκών. Το «πιο επικίνδυνο ζήτημα στον κόσμο» ήταν ζήτημα κοινωνικής και αναδιανεμητικής δικαιοσύνης μεταξύ εθνών και κοινωνικών τάξεων.

Η συζήτηση για την ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων στη Στοκχόλμη κατέληξε στο ζήτημα του αυξανόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των συνθετικών και των φυσικών, γεωργικών και δασοκομικών, προϊόντων. Οι βιομηχανικές χώρες με χημική βιομηχανία - συχνά μονοπώλιο πολυεθνικών - είχαν αντικαταστήσει τα φυσικά υλικά - ξύλο, δέρμα, φυσικές ίνες, καουτσούκ - με πλαστικά και συνθετικές ίνες, προκαλώντας περαιτέρω εξαθλίωση στις οικονομίες των αναπτυσσόμενων χωρών. Στη Στοκχόλμη έγινε αντιληπτό ότι η παραγωγή, η χρήση και η διάθεση των συνθετικών, μη βιοαποδομήσιμων, υλικών και προϊόντων δημιουργούσε ολοένα και πιο σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα ρύπανσης και ταχείας εξάντλησης των μη ανανεώσιμων φυσικών πόρων. Εξ’ ου και η υπόδειξη προς τις βιομηχανικές χώρες να περιορίσουν τα χημικά και να προωθήσουν «το διεθνές εμπόριο φυσικών προϊόντων και αγαθών σε αντίθεση με τα συνθετικά, τα οποία έχουν πολύ μεγαλύτερες περιβαλλοντικές  επιπτώσεις», έτσι ώστε να ωφεληθεί το περιβάλλον και η δίκαιη μεταχείριση των λαών.

Το ερώτημα το οποίο τίθεται εμφατικά σε αυτό το σημείο δεν μπορεί παρά να είναι το εξής : Αν πριν από μισό αιώνα όλα ήταν ξεκάθαρα αναφορικά με το οικολογικό ζήτημα, την οικολογική κρίση αλλά και τις πολιτικές οι οποίες πρέπει να υιοθετηθούν για να την αντιμετώπιση τους, για πιο λόγο βρισκόμαστε σήμερα σε μια κατάσταση σαφώς χειρότερη η οποία, σύμφωνα με ορισμένους, είναι πλέον μη αναστρέψιμη ;


Στην πραγματικότητα, οι πρωταγωνιστές της «οικολογικής άνοιξης» εκείνης της εποχής κατήγγειλαν για δεκαετίες την προδοσία των κατακτήσεων τους από μέρους της Δύσης, ιδιαίτερα όταν αυτή πήρε το δρόμο της λεγόμενης επανάστασης του νεοφιλελευθερισμού : περισσότερη αγορά και λιγότερο κράτος, παγκόσμιος ανταγωνισμός χωρίς κανόνες, αγιοποίηση της επίτευξης του μέγιστου κέρδους από έναν όλο και πιο συγκεντρωτικό καπιταλισμό και, εν ολίγοις, λογική η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την οικολογική και κοινωνική προοπτική που φανταζόμασταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘70.

Σε πολλούς όλο αυτό φαινόταν ως ο κουρασμένος θρήνος εκείνων που επέμειναν να μην κατανοούν, λόγω ιδεολογικής τοποθέτησης, τις δυνατότητες της περίφημης παγκοσμιοποίησης, ικανής να ανακουφίσει τον Νότο του κόσμου αλλά και να στρέψει περισσότερο την προσοχή στο περιβάλλον. Σήμερα όμως και με ότι επακολούθησε, μπορούμε να επιστρέψουμε άνετα στον αποστολέα την κατηγορία της ιδεολογικής προπαγάνδας βασισμένης στην προκατάληψη.

Η ιδεάση της «αειφόρου ανάπτυξης» από τις πολυεθνικές το 1984 στο Παρίσι

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μελέτη, που συντάχθηκε με χρήση στοιχείων των μεγάλων πολυεθνικών, καταδεικνύει τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισαν στην προσπάθεια εξαύλωσης των απαιτήσεών του οικολογικού κινήματος και στην επινόηση της παραπλανητικής φόρμουλας της «αειφόρου ανάπτυξης», με στόχο την εγγύηση της ανάπτυξης της οικονομίας και των κερδών τους «πέρα από τα όρια του Πλανήτη». Δεν χρειάζεται να δώσουμε εδώ μια λεπτομερή περιγραφή αυτής της ιστορίας που αποκαλύφθηκε από ένα είδος WikiLeaks οικολογικού εγκλήματος, αλλά κάτι σημαίνει.

Πρώτα απ’ όλα, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο - CCI - ανώτατο όργανο των δυτικών πολυεθνικών - ανησυχούσε εμμονικά για το γεγονός ότι η αναδυόμενη οικολογική κρίση εγκαλούσε από το 1972 ένα αναγκαστικό όριο στην ανάπτυξη των πλούσιων χωρών και πώς λειτουργούσε ως είδος ουσιαστικού μποϊκοτάζ στις αποφάσεις της πρώτης Διάσκεψης του ΟΗΕ για το ανθρώπινο περιβάλλον στη Στοκχόλμη το 1972 : Η προστασία του περιβάλλοντος και η ανάπτυξη θεωρήθηκε ότι είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να συμβιβαστούν μακροπρόθεσμα, δεδομένης της μελλοντικής πληθυσμιακής αύξησης. Σε αυτό το πλαίσιο, η μεγάλη βιομηχανία φοβήθηκε την εφαρμογή δαπανηρών περιβαλλοντικών ρυθμίσεων, ενώ οι πολυεθνικές ότι θα υποχρεούνταν να αντιμετωπίσουν την επιβολή περιβαλλοντικών πολιτικών σε εθνικά επίπεδα. Αυτό όμως που φοβόταν περισσότερο το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο δεν ήταν οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις αυτές καθαυτές, αλλά το γεγονός ότι το διεθνές εμπόριο και οι διεθνείς εμπορικές συναλλαγές θα ήταν σοβαρά περίπλοκες λόγω της διαφορετικής  νομοθεσίας μεταξύ των χωρών.


Ως εκ τούτου, οι πολυεθνικές προσπάθησαν να συμφωνήσουν σε μια κοινή θέση ικανή να αποτρέψει τις ανεπιθύμητες συνέπειες της Διάσκεψης της Στοκχόλμης. Όσο δε αφορά τη διεθνή περιβαλλοντική διακυβέρνηση, το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο τόνισε ότι οι περιβαλλοντικές ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να «στρεβλώσουν τις διεθνείς εμπορικές σχέσεις» και ότι οι μέθοδοι διοίκησης και ελέγχου των εταιρειών θα πρέπει να περιορίζονται στην αυτορρύθμιση.


Κατά τη δεκαετία του ‘80, οι σχέσεις μεταξύ πολυεθνικών και ΟΗΕ αναφορικά με το περιβαλλοντικό πρόγραμμα UNEP άλλαξαν ριζικά, από τη συνεχή σύγκρουση έως την «ειρήνη των Βερσαλλιών», στην πρώτη Παγκόσμια Συνδιάσκεψή της Βιομηχανίας για την Περιβαλλοντική Διαχείριση - WICEM, το 1984. Συνδιάσκεψή που οργανώθηκε από κοινού από το UNEP και το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο και χρηματοδοτήθηκε από ένα ευρύ φάσμα πολυεθνικών, συμπεριλαμβανομένων των Exxon, Gulf Oil, US Steel, Ford, Union Carbide, Dow Chemical, Nestlé, Unilever, Shell και Henkel.

Στο προσχέδιο της τελικής έκθεσης που δημοσιεύθηκε πριν από τη Συνδιάσκεψη, υποστηρίζεται ότι «πολύ συχνά, η συζήτηση σχετικά με το περιβάλλον οδηγεί σε αντιφάσεις και, για πολλούς, αυτό αποτελεί άλυτο δίλημμα». Γίνεται δε σαφές ότι αφενός οι συζητήσεις επικεντρώνονται πλέον στο «πώς να επιτευχθεί οικονομική ανάπτυξη παράλληλα με την ποιότητα του περιβάλλοντος» και αφετέρου ότι η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης έχει ήδη αντικατασταθεί σε ορισμένα σημαντικά επιχειρηματικά περιβάλλοντα από αυτή της «αειφόρου ανάπτυξης». Στο τέλος της έκθεσης δίνεται και ο ορισμός της «αειφόρου ανάπτυξης» ως «η ανάπτυξη που μπορεί να διατηρηθεί επ' αόριστο χωρίς να βλάπτεται το περιβάλλον ή να απειλείται η ίδια η ανάπτυξη.»

Έτσι, ανακαλύπτουμε ότι η ιδέα της «αειφόρου ανάπτυξης» δεν αποτελεί πνευματικό τέκνο της Επιτροπής Μπρούντλαντ, που είχε συγκροτηθεί για να συντάξει τη περίφημη Έκθεση του 1987 ως βάση για την Διάσκεψη του Ρίο του 1992, αλλά είχε διατυπωθεί στη Σύνοδο κορυφής μεταξύ πολυεθνικών και ΟΗΕ το 1984. Σε αυτή τη Σύνοδο οφείλουμε την αυθεντική διατύπωση της «αειφόρου ανάπτυξης», πριν ωραιοποιηθεί από την προπαγάνδα για χρήση στις χώρες του Τρίτου Κόσμου.


Από εκεί και πέρα, ενστερνιζόμενο το νεοφιλελεύθερο κύμα - της αγιοποίησης της ελεύθερης αγοράς και της συρρίκνωσης της κρατικής εξουσίας - το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο στήριξε με επιτυχία ένα είδος παγκόσμιας οικολογικής διακυβέρνησης, που ανατέθηκε αποκλειστικά και μόνο στην αυτορρύθμιση των πολυεθνικών και των επιχειρήσεων, η οποία θα επέτρεπε την επανεκκίνηση της ανάπτυξης έχοντας πλέον αποτρέψει τον κίνδυνο των «παγίδων» των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων της δημόσιας εξουσίας.

Προκαλεί δε εντύπωση ότι η ιδέαση και ο σχεδιασμός του περιεχομένου της δεύτερης Περιβαλλοντικής Διάσκεψης του ΟΗΕ στο Ρίο, το 1992, οφείλονται σε ορισμένους από τους κορυφαίους παράγοντες του διεθνούς οικονομικού συστήματος : τον Πητ Μπράιτ, υπεύθυνο για περιβαλλοντικά προβλήματα της Shell και τον Στέφαν Σμιντχέινυ, Ελβετό μεγιστάνα της Eternit22, παραγωγού του αμιαντοτσιμέντου που θεωρείται αιτία των πλέον σοβαρών περιβαλλοντικών και υγειονομικών καταστροφών.

Έκτοτε, κάθε πολυεθνική και κάθε βιομηχανία - ιδιαίτερα εάν χαρακτηρίζεται από σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις - δεν παραλείπει να επισυνάψει στον ετήσιο προϋπολογισμό και μία έκθεση βιωσιμότητας και να συνοδεύσει την κυκλοφορία στην αγορά κάθε προϊόντος ή εμπορεύματος με μία πλημμύρα «πράσινου» και «μηδενικών εκπομπών». Πρόκειται για το περίφημο «greenwashing» που γέμισε τον κόσμο τα τελευταία 30 χρόνια στη σκιά του νεοφιλελευθερισμού.


Τώρα ο βασιλιάς είναι γυμνός. Εάν η Ευρώπη σκοπεύει να αντιμετωπίσει πραγματικά την οικολογική κρίση, πρέπει πρώτα να απελευθερωθεί από το παραπλανητικό παράδειγμα της «αειφόρου ανάπτυξης». Ενόψει δε και της σίγουρης αποτυχίας του νεοφιλελεύθερου δρόμου προς την οικολογία, είναι εντελώς παράλογο να στηριζόμαστε στις δυνάμεις της αγοράς για την αντιμετώπιση της ενεργειακής, της οικολογικής και της κοινωνικής κρίσης, η οποία όσο πάει μεγεθύνεται και γίνεται πολύ πιο πολύπλοκη. Τι να κάνουμε; Ίσως θα πρέπει να ανακτήσουμε την ανεκτίμητη κληρονομιά που μας άφησε η «οικολογική άνοιξη». Γιατί όχι;

* Από : : Μαρίνο Ρουτζενέντι, Παρέμβαση στο Συνέδριο «Οικοδομούμε ή αποδομούμε την Ευρώπη ;», 16 Μαρτίου 2024, Ρώμη

«Οικολογική Συμμαχία».
- Για την «Οικολογική Μετάβαση» σε μία κοινωνία βιώσιμης ευημερίας.
- Για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον.
contact@oikologiki-symmaxia.gr