του Αθανάσιου Κόκκοτου Msc Περιβαλλοντολογου |
Το οικολογικό κίνημα που ξεκίνησε την δεκαετία του 70, στηρίχτηκε σε μια πολύ σημαντική διαπίστωση, οι φυσικοί πόροι που καταναλώνουν για τα αγαθά τους οι άνθρωποι δεν είναι απεριόριστοι αλλά πεπερασμένοι. Ο ρυθμός με τον οποίο καταναλώνονται, σε συνδυασμό με την αυξημένο ρυθμό ανάπτυξης του πληθυσμού και της κάλυψης των αντίστοιχων αναγκών του, θα προκαλέσει κατάρρευση των οικοσυστημάτων σε όλο τον πλανήτη. Βασιζόμενοι σε αυτή την πεποίθηση, δύο σχολές πολιτικής οικολογίας εμφανίστηκαν, η μία που θεωρεί τον υπερπληθυσμό ως το κυρίως πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα προτείνοντας λύσεις μείωσης του και η σχολή εκείνη που θέλει υπαίτιο της κατάστασης αυτής, το κυρίαρχο υπερκαταναλωτικό και άνισα κατανεμημένο οικονομικό σύστημα.
«Η λάθος οπτική της θεωρίας του υπερπληθυσμού ως της κύριας αιτίας της κλιματικής κρίσης, διαβάλει και θέτει υπεύθυνους για την κατάσταση αυτή τους φτωχούς πολίτες των υποβαθμισμένων χωρών του Νότου». Η δήλωση αυτή ανήκει στον ερευνητή πολιτικής οικολογίας Jevgeniy Bluwstein και της ομάδας του, του πανεπιστημίου του Freiburg, όπως αυτή δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Frontiers in Conservation Science του περασμένου μήνα.
Όπως υποστηρίζουν, αντί οι επιστήμονες να προσπαθούν να συσχετίσουν αναλογικά την αύξηση του πληθυσμού με την οικολογική καταστροφή, παρουσιάζοντας αυτή την πρώτη σαν την μοναδική κυρίαρχη αιτία, καλό θα ήταν πρωτίστως «να επικεντρωθούν στην αποκάλυψη άλλων σημαντικότερων και επιδραστικότερων δομικών παραγόντων του τρέχοντος οικονομικού συστήματος που συμβάλλουν αρνητικά, όπως η ολοένα και μεγαλύτερη ανισότητα, η υπερπαραγωγή και η υπερκατανάλωση».
Με αυτό το άρθρο ο Bluwstein και οι συνάδελφοί του ανταπαντούν σε ένα άλλο άρθρο που δημοσιεύθηκε πρόσφατα και παρουσιάζει εκ νέου την θεωρία του υπερπληθυσμού, ανανεωμένη και προσαρμοσμένη για τη δεκαετία του 2020 με τίτλο Underestimating the Challenges of Avoiding a Ghastly Future. Ανάμεσα στους συγγραφείς του άρθρου αυτού, περιλαμβάνονται οι Corey Bradshaw, ένας αυστραλός οικολόγος και ο Paul R. Ehrlich, βιολόγος, θεμελιωτής και υπέρμαχος της θεωρίας της σχέσης του υπερπληθυσμού με την οικολογική κρίση από τη δεκαετία του 1970.
Μάταιη αισιοδοξία και αμφισβήτηση της
Οι Bradshaw, Ehrlich et al, περιγράφουν στο άρθρο τους τρεις αλληλοσυνδεόμενες οικολογικές κρίσεις όπως, την μείωση της βιοποικιλότητας, την μαζική εξαφάνιση των ειδών και την κλιματική αλλαγή και καταλήγουν στο ότι οι επιστήμονες φέρουν το βάρος της κοινωνικής ευθύνης να παρουσιάσουν τα πράγματα όπως ακριβώς είναι, υιοθετώντας μια "καλή στρατηγική επικοινωνίας" που θα σταματήσει αυτή την μάταιη αισιοδοξία των ανθρώπων που τους κάνει να αγνοούν τις προειδοποιήσεις των ειδικών.
Αυτό που υπονοείτε από τα γραφόμενα τους, είναι ότι οι πολιτικοί ηγέτες θα πρέπει να είναι πεπεισμένοι να «ακούσουν την επιστήμη», ακόμα και αν δεν χρησιμοποιούν αυτή την χιλιοειπωμένη κλισέ φράση άμεσα στο κείμενο τους.
Συγκεκριμένα αναφέρουν: «Η σοβαρότητα της κατάστασης απαιτεί θεμελιώδεις αλλαγές στον παγκόσμιο καπιταλισμό, την εκπαίδευση και την ισότητα, οι οποίες περιλαμβάνουν [μεταξύ άλλων] την εγκατάλειψη του στόχου της διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης, της θέσπισης ορθότερων πράσινων τιμολογιακών φόρων και της ταχείας εξόδου των κοινωνιών από τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Αυτές οι επιλογές αναγκαστικά θα εγείρουν δύσκολες συζητήσεις γύρω από το θέμα της αύξησης του πληθυσμού και την αναγκαιότητας μείωσης του σε ένα πιο δίκαιο και βιωσιμότερο επίπεδο».
Οι Bluwstein et al στο δικό τους άρθρο, αμφισβητούν αυτές τις υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται η συγκεκριμένη προσέγγιση και αναφέρουν ότι πρώτον, δεν υπάρχει «μία ενιαία επιστήμη» που απλά θα πρέπει να κοινοποιήσει πιο καθαρά στον κόσμο το ένα και μοναδικό μήνυμα της για την αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης. «Ενώ υπάρχει πλέον από την μία μεριά, ευρεία επιστημονική συναίνεση για την σαφέστατη και καταλυτική επίδραση του ανθρώπινου παράγοντα στις τρεις οικολογικές κρίσεις [μείωση βιοποικιλότητας, μαζική εξαφάνιση των ειδών και κλιματική αλλαγή] από την άλλη, υπάρχει πολύ λιγότερη επιστημονική συμφωνία για το ποια ακριβώς είναι αυτά τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου παράγοντα και με ποιο τρόπο αυτά επιδρούν αρνητικά, πόσο μάλλον στο πως να αντιμετωπίσουμε τις οικολογικές κρίσεις που η ανθρώπινη δραστηριότητα δημιουργεί».
Εκεί που οι Bradshaw et al
επικεντρώνονται στην αύξηση του πληθυσμού, οι Bluwstein et al επισημαίνουν ότι «οι ιστορικοί και οι
κοινωνικοί επιστήμονες ολοένα και περισσότερο τονίζουν την αρνητική διαχρονική
επίδραση του εκμεταλλευτικού ευρωπαϊκού αποικισμού και της εμμονής του
καπιταλισμού στη χρήση ορυκτών καυσίμων».
Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι «η επιστημονική γνώση (ή η έλλειψη αυτής)
σχετικά με τις περιβαλλοντικές διαδικασίες και κρίσεις, δεν είναι η κινητήρια δύναμη της πολιτικής». Για παράδειγμα, η καταστροφική
πολιτική της Βρετανικής κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν
εξηγείτε απλά από την έλλειψη κατανόησης της επιστήμης από τους πολιτικούς,
αλλά κυρίως από το γεγονός ότι οι αποφάσεις τους επηρεάζονται και από άλλους
έξω-επιστημονικούς παράγοντες και οι οποίοι είναι συνήθεις στο πολιτικό
πεδίο.
«Η
πολιτική και κοινωνική αλλαγή», συνεχίζουν οι Bluwstein et al, «Καθοδηγείτε από ένα σύνθετο σύνολο
κοινωνικών συγκρούσεων, συνήθως υποστηριζόμενο από κοινωνικά κινήματα που
αμφισβητούν το status quo, ενεργώντας υποκινούμενα από πραγματικές ή αισθητές
πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και περιβαλλοντικές ανισότητες και αδικίες».
Εκατομμύρια άνθρωποι «αισθάνονται ήδη έντονα» τις κοινωνικό-οικολογικές
κρίσεις που περιγράφονται από τους Bradshaw et al, «επειδή τις αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα τους» και στις
περισσότερες περιπτώσεις, αγωνίζονται για να προστατεύσουν τις κοινότητές τους
από τις αρνητικές τους επιπτώσεις.
Κρίνοντας τον τίτλο του άρθρου των
Bradshaw et al, οι Bluwstein et al συνεχίζουν: «Η ιδέα ότι μόνο το μέλλον θα
είναι ζοφερό, ενισχύει μια δυτική
λευκή και ελιτιστική διαμόρφωση της πραγματικότητας, η οποία παραγνωρίζει το
γεγονός ότι το παρόν ήδη βιώνεται ως οικολογικά αποκαλυπτικό για πολλές
κοινότητες του πλανήτη που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της μάχης».
Τρίτον, γράφουν οι Bluwstein et al, οι
Bradshaw et al χρησιμοποιούν «Καλοφορεμένες
νεο-Μαλθουσιανές αλληγορίες για να ορίσουν γενικά μια ομοιογενή και
αδιαφοροποίητη ανθρωπότητα ώστε να ενισχυθεί πιο συγκεκριμένα το επιχείρημα της
αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού, ως του βασικού μοχλού πολλών κοινωνικών
προβλημάτων, όπως η επισιτιστική ανασφάλεια και ο υποσιτισμός, η υποβάθμιση του
εδάφους και η απώλεια της βιοποικιλότητας, οι πανδημίες και η έλλειψη πόρων, η επιδείνωση
των δημοσίων υποδομών και η κακή διακυβέρνηση, οι συγκρούσεις και οι πόλεμοι
και τέλος η ανεργία».
Αυτή η προσέγγιση «απομακρύνει την προσοχή» από μοτίβα άνισης οικονομικής ανάπτυξης
και κοινωνικής ανισότητας. Οι Bradshaw et al «όντως αναφέρουν την ανισότητα και τον καπιταλισμό ως τις δυνάμεις
εκείνες που στέκονται ως εμπόδιο στην απαραίτητη αλλαγή», γράφουν οι
Bluwstein et al., αλλά «Για εμάς, αυτές
δεν είναι οι περιφερειακές αλλά οι κεντρικές
πτυχές οποιασδήποτε επιστημονικής ανάλυσης που λαμβάνει σοβαρά υπόψη της τις
αιτίες και τους παράγοντες της μείωσης της βιοποικιλότητας, της μαζικής
εξαφάνισης των ειδών και της κλιματικής αλλαγής». Δυστυχώς, η αναβίωση των νέο-Μαλθουσιανών
θεωριών στον ακαδημαϊκό χώρο είναι μια τάση που αυξάνεται ολοένα και
περισσότερο.
Η
ιδέα της σπανιότητας των πόρων
Η ιδέα της «σπανιότητας», μια υποτιθέμενη αναντιστοιχία μεταξύ της απεριόριστης
επέκτασης των ανθρώπινων επιθυμιών και των πεπερασμένων πόρων για την κάλυψη
τους, διαπλέκεται πολιτικά με πολύ επικίνδυνους τρόπους, αναφέρει η κοινωνιολόγος
Lyla Mehta και οι συνεργάτες της σε ένα άρθρο του 2019 στο περιοδικό Geoforum.
Η σπανιότητα «παραμένει μια ισχυρή ιδέα η οποία επανεμφανίζεται κάθε φορά» σε συζητήσεις που έχουν να κάνουν με το περιβάλλον και τους φυσικούς πόρους, όπως η ίδια υποστηρίζει, θέτοντας προκλήσεις στον ακαδημαϊκό χώρο.
Αυτό το ψευδό-δίλλημα, ανάμεσα στις
ανθρώπινες επιθυμίες και τους περιορισμένους πόρους, εντοπίζεται και στην προσέγγιση
των Bradshaw et al. Συσχετίζουν αναλογικά την αύξηση του πληθυσμού και κυρίως την
ολοένα αυξανόμενη ευημερία αυτών που αποκαλούν «παγκόσμια μεσαία τάξη» (ΣτΜ: Την πρόσφατη δηλαδή μικρή άνοδο του
βιοτικού επιπέδου των πολιτών των αναπτυσσόμενων χωρών και την μεσαία τάξη των
ανεπτυγμένων χωρών), με τις πιο επιβλαβείς οικολογικές επιπτώσεις.
Αυτή η εξήγηση υποβαθμίζει τον κεντρικό
αιτιώδη ρόλο του καπιταλισμού και την αδιάκοπη προσπάθειά του να επεκταθεί. Για
παράδειγμα, οι Bradshaw et al γράφουν: «Περισσότεροι
άνθρωποι σημαίνει ότι κατασκευάζονται περισσότερες συνθετικές χημικές ενώσεις
και επικίνδυνα πλαστικά απορρίμματα και κατ’επέκταση μεγαλύτερη ρύπανση της Γης».
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με την έρευνα
για την παραγωγή και την κατανάλωση πλαστικών τα τελευταία 50 χρόνια. Το
πρόβλημα των πλαστικών προκλήθηκε, πρωτίστως, από την ολοένα μεγαλύτερη και αδιάκοπη
αύξηση της παραγωγής προϊόντων πετρελαίου και της επέκτασης των πετροχημικών βιομηχανιών
για τις οποίες το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο είναι φτηνές πρώτες ύλες με
μεγάλο περιθώριο κέρδους.
Ένας δεύτερος κρίσιμος παράγοντας είναι
η θεαματική προμήθεια φθηνών καταναλωτικών αγαθών στις αγορές των πλουσίων
χωρών. Η αντικατάσταση, από τη δεκαετία του 1980, των συσκευασιών γυαλιού και
χαρτονιού από μη ανακυκλώσιμο πλαστικό, και η σχέση του με την ανάπτυξη του
διεθνούς εμπορίου τροφίμων, είναι πολύ καλά διερευνημένη.
Επομένως, είναι ο ίδιος ο κερδοσκοπικός
ρόλος των εταιρειών που ενισχύουν την κατανάλωση των πλαστικών σε συνδυασμό με
την αποτυχία της κρατικής ρύθμισης. Ένα τέτοιο διαφωτιστικό παράδειγμα είναι η
έρευνα της κοινωνιολόγου Juliet Schor, η οποία έδειξε ότι το 2001 οι ΗΠΑ
κατανάλωσαν 69 πλαστικά παιχνίδια/παιδί, πολλά εκ των οποίων δόθηκαν δωρεάν με
γεύματα γρήγορου φαγητού (kids
meals).
Επομένως, όλοι αυτοί οι παράγοντες
αύξησης της κατανάλωσης πλαστικών έχουν να κάνουν περισσότερο με τις κοινωνικές
και οικονομικές δομές του καπιταλισμού, και σχεδόν δεν έχουν καμία σχέση με τον
παράγοντα της αύξησης του πληθυσμού αυτό καθεαυτό υπό οποιαδήποτε ουσιαστική
έννοια.
Η
ιδέα της ευημερίας
Ο γενικότερος λοιπόν ισχυρισμός των
Bradshaw et al, ότι η αύξηση του πληθυσμού και η κοινωνική «ευημερία» είναι οι βασικοί παράγοντες
για την υπερθέρμανση του πλανήτη, είναι επίσης μη πειστική.
Υπάρχει εκτενής έρευνα που δείχνει ότι
από την μια πλευρά, το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού αντιπροσωπεύει μόνο
το 7% των συνολικών εκπομπών αερίων του
θερμοκηπίου και από την άλλη πλευρά, ότι σε όποιο μέρος των χωρών του
παγκόσμιου Νότου το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε, ο αντίκτυπος του στο κλίμα ήταν
ελάχιστος.
Για παράδειγμα, στα τέλη του 20ού αιώνα
στην Ινδία, η ηλεκτροδότηση που βελτίωσε τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων
αγροτών πολιτών είχε ασήμαντο αντίκτυπο στην εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου σε σύγκριση
με την αστική βιομηχανική ανάπτυξη.
Πληθυσμός
και Πόλεμοι
Ένα άλλο τεράστιο χάσμα στη λογική των
Bradshaw et al είναι η έμφασή τους στην αύξηση του πληθυσμού όχι μόνο ως «παράγοντα πολλών κοινωνικών δεινών»,
αλλά και ως παράγοντα έναρξης πολέμων. «Η
αύξηση του πληθυσμού μπορεί να αυξήσει την πιθανότητα στρατιωτικών εμπλοκών και
συγκρούσεων», ισχυρίζονται.
Ως απόδειξη, αναφέρουν ένα άρθρο του
1998 από τους Jaroslav Tir και Paul Diehl, στατιστικολόγους με έδρα τις ΗΠΑ. Αυτοί
ισχυρίστηκαν στο άρθρο τους ότι παρουσιάζουν μια «μέτρια» θετική συσχέτιση ανάμεσα
στα έθνη που ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις και στους ρυθμούς αύξησης του
πληθυσμού μεταξύ των ετών 1930 και 1989 και επιφυλακτικά έγραψαν ότι αυτό «ενδεχομένως φαίνεται να επιβεβαιώνει και την
πιο απαισιόδοξη άποψη σχετικά με την σχέση της αύξησης των πληθυσμών και των
πολεμικών συγκρούσεων».
Όμως, ο Tir και ο Diehl δεν έκαναν την
παραμικρή προσπάθεια να χαρακτηρίσουν τα στατιστικά στοιχεία που συνέλεξαν για
να κάνουν την μελέτη τους. Αναγνώρισαν βέβαια ως ψευδή την δικαιολογία των Ναζί
για εισβολή σε άλλες χώρες, για την δημιουργία περισσότερου ζωτικού χώρου
διαβίωσης των πληθυσμών τους αλλά πέρα από αυτό, δεν έκαναν καμία άλλη
προσπάθεια αναφοράς για τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αιτίες του Β
'Παγκοσμίου Πολέμου ή άλλου πολέμου.
Ο νέο-ιμπεριαλιστικός
παράγοντας
Οι στατιστικές των Tir και ο Diehl
παρουσιάζονται χωρίς καμία αναφορά στους αιμοδιψείς νέο-ιμπεριαλιστικούς
πολέμους της μεταπολεμικής περιόδου, όπως το Βιετνάμ, η Αλγερία κ.λ.π. και οι
οποίοι φυσικά δεν έγιναν έχοντας ως αιτία την αύξηση του πληθυσμού. Αυτοί οι
πόλεμοι δεν αναφέρονται καν ονομαστικά στη μελέτη τους.
Αυτή η προσπάθεια εξήγησης των πολέμων
του 20ού αιώνα εστιάζοντας στον ρόλο της αύξησης του πληθυσμού και αγνοώντας τα
κίνητρα των καπιταλιστικών εθνών-κρατών για οικονομική και πολιτική κυριαρχία,
είναι παραπλανητική. Οι Bradshaw et al επεκτείνουν αυτό το σκεπτικό στην
προσέγγιση τους για την οικολογική ρήξη μεταξύ της ανθρωπότητας και της φύσης.
Κατά την άποψή μου, αυτή η αντιπαράθεση
μεταξύ ομάδων ακαδημαϊκών μελετητών γύρω από το συγκεκριμένο θέμα, έχει μεγάλη
σημασία για τα κοινωνικά κινήματα.
Η προσέγγιση που υποστηρίζουν οι
Bradshaw, Ehrlich et al, ότι αν «λέμε τα
πράγματα ως έχουν», οι υπάρχουσες πολιτικές και κοινωνικές δομές θα
μπορέσουν να προσαρμοστούν για να αντιμετωπίσουν το «ζοφερό μέλλον», εκκινώντας «δύσκολες
συζητήσεις» σχετικά με το μέγεθος του παγκόσμιου πληθυσμού και το βιοτικό
επίπεδο του, αγνοεί την πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε, στον οποίο
η πολιτική και η εξουσία λήψης αποφάσεων συνδέονται στενά με τις δομές οικονομικής,
ταξικής και νέο-ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης.
Ο ορθός
τρόπος δράσης υπέρ της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής
Αυτή η νεο-Μαλθουσιανή ιδεολογία βρίσκει
απήχηση και πέρα από τα πανεπιστήμια, μεταξύ κυρίως των περιβαλλοντολόγων εκείνων
που πιστεύουν ότι τα περιβαλλοντικά ζητήματα μπορούν να εξεταστούν απομονωμένα
από άλλα κοινωνικά θέματα.
Οι εκκλήσεις του τύπου «ακούστε την επιστήμη» και «πείτε την αλήθεια» εάν απομονωθούν από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να δικαιολογήσουν καταστροφικές πολιτικές στρατηγικές.
Ειδικότερα, οι εκκλήσεις για «κλιματική δράση» των πολιτών στις πλούσιες χώρες αποκομμένες από την κατανόηση του όλεθρου που προκαλείται αυτή την στιγμή από την κατάρρευση του κλίματος στον παγκόσμιο Νότο και την αντίδραση των τοπικών κινημάτων απέναντι σε αυτόν, μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποστήριξη αμφίβολων ρηχών τεχνοκρατικών λύσεων που αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης για το κλίμα, ενισχύοντας τη δυστυχία και την κοινωνική αδικία που προκαλείται, πέρα από την οικολογική ζημία, από τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Όσο περισσότερη είναι η αλληλεπίδραση
στις δημόσιες συζητήσεις για την οικολογική κρίση ανάμεσα στα κοινωνικά
κινήματα και τους καθηγητές των πανεπιστημίων, τόσο καλύτερα για όλους μας.
Σχετικά με τον συγγραφέα
Ο Simon Pirani είναι ερευνητής της
ενέργειας και ιστορικός. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το Burning Up: A Global History of Fossil Fuel
Consumption (Pluto 2018). Αρθρογραφεί
στο blog People and Nature όπου αυτό το
άρθρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά.
https://theecologist.org/2021/may/28/populationists-ghastly-future