|
του Αθανάσιου Κόκκοτου Msc Περιβαλοντολόγου |
Φανταστείτε
να απολαμβάνεται μια βόλτα δίπλα σε μια όμορφη λίμνη ή μια εκδρομή σε ένα
ανθισμένο δάσος μια ηλιόλουστη μέρα της Άνοιξης ή μια δροσερή βουτιά μέσα στη
θάλασσα μιας καυτής μέρας του καλοκαιριού, αλήθεια, αν κάποιος σας έλεγε να εκτιμήσετε
την αξία τους και να τους δώσετε μια τιμή, πόση θα ήταν αυτή; Πόσο θα τα
κοστολογούσατε; Φαντάζομαι ότι η απάντηση των περισσότερων από σας θα ήταν ότι
έχουν αξία ανεκτίμητη, μια άποψη που μοιράζονται μαζί σας και όλοι οι
οικολόγοι. Ωστόσο, είναι στιγμές που όσοι θεωρούμε την αξία της φύσης
ανεκτίμητη, ίσως θα πρέπει να βάλουμε λίγο νερό στο κρασί μας και να
αποδεχθούμε την θέση εκείνη που υποστηρίζει ότι η οικονομική παραμετροποίηση
της φύσης μέσω της διαδικασίας τιμολόγησης της, είναι και πρέπει να γίνει
δυνατή και αναγκαία αν θέλουμε οι πολιτικές αποφάσεις να αντιλαμβάνονται και να
συμπεριλαμβάνουν υπόψη τους και τον παράγοντα φύση.
Η ανάγκη οικονομικής παραμετροποίησης
της φύσης
Οι λόγοι
που επιβάλλουν μια τέτοια πράξη είναι κυρίως δύο:
Α) Ο όρος φύση από μόνος του είναι πολύ
γενικός και αόριστος με αποτέλεσμα να προκαλεί σύγχυση στον ακριβή καθορισμό
του και στην νοητική του σύλληψη. Αυτό έχει ως συνέπεια, οι σχεδιαστές των πολιτικών
αποφάσεων να αφήνουν την φύση εκτός των συλλογισμών τους για χάριν απλοποίησης
των ίδιων των αποφάσεων τους.
Β) Ο
άλλος λόγος είναι ο τρομερός αντίκτυπος που έχει η φύση στο οικονομικό μας
σύστημα και το κύριο λόγο που κατέχει για την γενική οικονομική ευημερία μας.
Δυστυχώς όμως, ο ρόλος αυτός και η σημαντική επιρροή του μένουν αόρατα αφού δεν
υπολογίζονται στα υπάρχοντα οικονομικά μοντέλα, τα αποτελέσματα των οποίων
συμβουλεύονται οι πολιτικοί ηγέτες για την λήψη των αποφάσεων τους.
Το πλεονέκτημα της οικονομικής
παραμετροποίησης
Όπως
είναι γνωστό, η παγκόσμια οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς την συνεχή
κατανάλωση ύλης και ενέργειας που προέρχεται από το φυσικό περιβάλλον. Για το
λόγο αυτό, μια πιθανή περιβαλλοντική υποβάθμιση θα ενείχε μεγάλες οικονομικές
επιπτώσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες και τις παραγωγικές τους δραστηριότητες με
αποτέλεσμα αρκετές από αυτές να καθίσταντο αδύνατες να υλοποιηθούν.
Αυτός ο κεντρικός ρόλος του φυσικού περιβάλλοντος στην ανθρώπινη
οικονομική διαδικασία συνεπάγεται ότι η φύση έχει δική της οικονομική αξία και
η οποία σε αντίθεση με άλλα εμπορεύματα, δεν αντικατοπτρίζεται,
αντιπροσωπεύεται ή ποσοτικοποιείται μέσω του συστήματος τιμών. Για παράδειγμα,
δεν "πληρώνουμε" για τον αέρα που αναπνέουμε και δεν υπάρχει κάποια
"αγοραία τιμή" για την κατανάλωση καθαρού αέρα.
Κάποιοι
ισχυρίζονται ότι αυτή η έλλειψη τιμολόγησης για το φυσικό περιβάλλον είναι και μία
από τις κύριες αιτίες υποβάθμισης του. Δηλαδή, επειδή οι άνθρωποι κρίνουν ότι
οι φυσικοί πόροι είναι και θα πρέπει να είναι πάντα δωρεάν, έχουν ισχυρό
κίνητρο για την υπερεκμετάλλευση τους. Την θέση αυτή υιοθετεί και η Ε.Ε., έτσι
όπως φαίνεται στο πρόλογο της ετήσιας οικονομικής αναφοράς της (interim report) για τα οικοσυστήματα και την
βιοποικιλότητα του έτους 2008 και η οποία αναφέρει:
"[...] η φύση είναι πηγή μεγάλης
αξίας για την ανθρωπότητα κάθε μέρα και όμως, ως επί το πλείστον παρακάμπτει
τις αγορές ,διαφεύγει της τιμολόγησης και αψηφά την αποτίμηση της. Όπως έχουμε
ανακαλύψει, αυτή η έλλειψη αποτίμησης της φύσης είναι μια σημαντική αιτία για
την παρατηρούμενη υποβάθμιση των οικοσυστημάτων και της απώλειας της
βιοποικιλότητας"
Πάνω λοιπόν
σε αυτή την λογική αναπτύχθηκαν νέοι οικονομικοί όροι όπως «αειφορική
ανάπτυξη», «φυσικό κεφάλαιο», «πράσινες επενδύσεις», «πράσινοι φόροι» κλπ.
στόχος των οποίων είναι να αποσαφηνιστεί όσο το δυνατόν καλύτερα ποιοι και πως ακριβώς επωφελούνται στο
οικονομικό σύστημα από τις υπηρεσίες που προσφέρει η φύση σε αυτό. Τέτοιοι
περιγραφικοί όροι θέτουν στο επίκεντρο του καθημερινού κυρίαρχου τεχνοκρατικού
λόγου την συζήτηση γύρω από το περιβάλλον και την συντήρηση του, με σκοπό να
προσφέρουν πλήρη επίγνωση στους εμπλεκόμενους, το μέγεθος του αντίκτυπου των
αρνητικών συνεπειών των δράσεων τους στο περιβάλλον.
Τα μειονεκτήματα της οικονομικής
παραμετροποίησης
Ωστόσο,
η παραπάνω προσέγγιση παρά την εμφανή χρησιμότητα της δεν είναι άμοιρη
κριτικής. Αν και η οικονομική προσέγγιση της φύσης απαιτεί διαφορετικά
οικονομικά εργαλεία για την όσο το δυνατόν πληρέστερη απεικόνιση της, δυστυχώς
αυτή συνεχίζεται ακόμα να γίνεται μέσω των κυρίαρχων παραδοσιακών οικονομοτεχνικών
εργαλείων όπως της απλής ανάλυσης κόστους-οφέλους (Cost Benefit Analysis-CBA).
Η
παραδοσιακή ανάλυση κόστους-οφέλους (CBA) επικεντρώνεται αυστηρά και μόνο στις
οικονομικές αποδόσεις των πράξεων, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της άλλες
παραμέτρους όπως ο γενικότερος αντίκτυπος των πράξεων αυτών στο περιβάλλον ή
στην κοινωνία. Έτσι, εάν τα οικονομικά οφέλη μιας δράσης υπερτερούν του κόστους
της, τότε η ανάλυση κόστους-οφέλους τη θεωρεί αποτελεσματική ανεξάρτητα από τις
επιπτώσεις που μπορεί να έχει αυτή η δράση στο περιβάλλον. Ένα τέτοιο
παράδειγμα είναι και οι δασικές πυρκαγιές. Σύμφωνα με την ανάλυση
κόστους-οφέλους, οι δασικές πυρκαγιές μπορεί να είναι κάτι το ευεργετικό για
την οικονομία μιας χώρας, αφού τα χρήματα που καταναλώνει το κράτος για την
αντιμετώπιση τους θα φανούν ως αύξηση στο ΑΕΠ. Δυστυχώς, το κόστος της
υποβάθμισης του περιβάλλοντος που συνεπάγεται μια τέτοια πράξη δεν θα φανεί στο
ΑΕΠ και δεν θα ληφθεί υπόψη στην ανάλυση κόστους-οφέλους. Με απλά λόγια, η σιωπηρή αξία που τίθεται στη
φύση μέσω των οικονομικών αναλύσεων είναι μηδενική. Η ίδια η φύση είναι το
«τυφλό» τους σημείο.
Ένας
άλλος κίνδυνος αναγωγής της φύσης στην απλή οικονομική διάσταση, είναι ότι την
υποβιβάζει και αποκρύπτει τον σύνθετο χαρακτήρα της, με αποτέλεσμα να
ενισχύεται η ανθρωποκεντρική οπτική της και η παραπέρα εργαλειοποίηση της. Μέσω
αυτής της αναγωγής, η ίδια η φύση κατατάσσεται στην απλοποιημένη κατηγορία του
εμπορεύματος (commodity)
με κίνδυνο προβολής μέχρι και ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων επί αυτής.
Για να
μπορέσουμε να συνεκτιμήσουμε τον παράγοντα φύση στην ολότητα του στις πολιτικές
αποφάσεις, δεν αρκεί μια απλή διαδικασία τιμολόγησης της αξίας των υπηρεσιών της
φύσης στην οικονομία μας. Εξαιτίας της πολυπλοκότητας και της συνθετότητας της
χρειάζεται περισσότερη και πλουσιότερη ανάλυση. Απαιτείται συστηματική, πλήρης,
ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη ανάλυση όλων των περιβαλλοντικών διαδικασιών,
έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρο σε μεγάλο βαθμό ποιες από αυτές τις διαδικασίες είναι
και αυτές που επιδρούν καίρια στην οικονομία μας, τι επιπτώσεις έχουν και πάνω σε
ποιους, πως εκτυλίσσονται και τέλος πως εξελίσσονται αυτές οι επιπτώσεις μέσα
στο χρόνο. Αυτή η σύνθετη ανάλυση είναι που εν τέλει έχει και την μεγαλύτερη
σημασία απ’ότι η απλή γνώση των χρηματικών ωφελειών μιας υπηρεσίας που μας
προσφέρει η φύση. Επομένως, η έκφραση των ωφελειών που λαμβάνουμε από το
περιβάλλον σε ένα διαφορετικό και πιο σύνθετο μέτρο από αυτό το απλοποιημένο
της χρηματικής τιμολόγησης (μονεταρισμός) θα μπορούσε ίσως να συμβάλει ακόμα
καλύτερα και με μεγαλύτερη σαφήνεια στην προσπάθεια να απεικονίσουμε την
επιρροή της φύσης στον κόσμο μας.
Συμπεράσματα
Αν και η
ανεκτίμητη αξία της ύπαρξης και της προσφοράς της φύσης είναι εμπεδωμένη πλέον
στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων καθώς και στο ίδιο το κράτος, όπως φαίνεται
μέσα από τους Νόμους και τα Συντάγματα, ωστόσο δεν αρκεί για να γίνει ορατή και
να συνεκτιμάται στις πολιτικές αποφάσεις. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος
λόγος της αναγκαιότητας να αποδεχθούμε και να προβούμε σε μια διαδικασία
οικονομικής αποτίμησης της φύσης και των υπηρεσιών της στο οικονομικό μας
σύστημα.
Από την
παραπάνω θέση και την προηγούμενη ανάλυση μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής τρία
σημεία:
(α) Ότι
σε γενικές γραμμές τα υπάρχοντα κυρίαρχα οικονομικά μοντέλα δεν παραμετροποιούν
την αξία της φύσης, καθιστώντας την έτσι αόρατη και αποκομμένη από τις όποιες
οικονομικές μας δραστηριότητες και τον αρνητικό
αντίκτυπο που μπορεί να έχουν αυτές πάνω σε αυτήν, αποκρύπτοντας
παράλληλα και την καίρια οικονομική συνεισφορά της.
(β) Ακόμα
και αν εν τέλει χρησιμοποιήσουμε κάποια μέθοδο τιμολόγησης της αξίας της φύσης
από τις υπάρχουσες, αυτό θα πρέπει να γίνει με μοναδικό σκοπό να εγείρει στο
επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης και να κάνει ορατό στις πολιτικές αποφάσεις
τον παράγοντα φυσικό περιβάλλον. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό πραγματικό
όφελος μιας τέτοιας τιμολόγησης, εφόσον οι αγοραίες τιμές δεν αντικατοπτρίζουν
πλήρως στην ολότητα τους την πολυπλοκότητα της σύνθεσης και της επιρροής των
υπηρεσιών του φυσικού περιβάλλοντος στο οικονομικό μας σύστημα.
(γ) Εφόσον
το σύστημα τιμολόγησης δεν συλλαμβάνει σε όλη την πληρότητα του την συνθετότητα
της φύσης, ενέχει πάντα ο κίνδυνος της υποβάθμισης της σε απλό εμπόρευμα,
εργαλειοποιώντας την μέσω των αξιώσεων ιδιωτικοποίησης της. Γι’αυτό, καλό θα
ήταν να συνεχιστούν οι προσπάθειες για την εύρεση και την υιοθέτηση μιας νέας
οικονομικής οργάνωσης, που να λειτουργεί εντός οικολογικών ορίων, λαμβάνοντας
υπόψη την επιρροή του φυσικού περιβάλλοντος επί αυτής και χωρίς να χρειάζεται
να την ποσοτικοποιήσει και να την αναγνωρίσει απαραίτητα μέσω της αγοράς.
#Oikologiki_Symmaxia
«Οικολογική Συμμαχία για την Περιφέρεια Αττικής».
- Για τον ριζικό αναπροσανατολισμό των πολιτικών της Περιφέρειας.
- Για την διοικητική και πολιτική της αυτονομία.
- Για την «Οικολογική Μετάβαση» σε μία κοινωνία βιώσιμης ευημερίας.
- Για τον άνθρωπο, τα ζώα και το περιβάλλον.
https://oikosymmaxia.blogspot.com